Λέξη: επουσιώδης

Σχετικές λέξεις: επουσιώδης

επουσιώδης λεξικό, επουσιώδης πλάνη, επουσιώδης συνωνυμο, επουσιώδης προταση

Συνώνυμα: επουσιώδης

άϋλος, ασήμαντος, αβάσιμος, λεπτομερής, εμπεριστατωμένος, τυχαίος, έμμεσος, συμπερασματικός

Μεταφράσεις: επουσιώδης

επουσιώδης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
immaterial, unsubstantial, insubstantial, nonessential, unessential

επουσιώδης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inmaterial, irrelevante, inmateriales, indiferente, carece de importancia

επουσιώδης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unkörperlich, metaphysisch, gleichgültig, unwichtig, immateriell, unwesentlich, immateriellen

επουσιώδης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
futile, incorporel, immatériel, insignifiant, métaphysique, indifférent, immatérielle, sans importance, immatériels

επουσιώδης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
immateriale, irrilevante, immateriali, indifferente, irrilevanti

επουσιώδης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imaterial, seguir, imitar, irrelevante, imateriais, indiferente, insignificante

επουσιώδης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onverschillig, lauw, onbelangrijk, onstoffelijk, immateriële, immaterieel, irrelevant

επουσιώδης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неважный, духовный, малосущественный, невещественный, бестелесный, несущественный, нематериальный, несущественно, несущественным, несущественными, несущественны

επουσιώδης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uvesentlig, uvesentlige, immaterielle, immateriell, uten betydning

επουσιώδης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
oväsentligt, oväsentlig, oväsentliga, immateriell, utan betydelse

επουσιώδης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
henkinen, hengen, epäolennainen, merkityksetöntä, aineettomien, merkityksetön

επουσιώδης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uvæsentlig, uvæsentligt, irrelevant, immateriel, uvæsentlige

επουσιώδης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bezvýznamný, nehmotný, irelevantní, nepodstatný, nepodstatné, nevýznamné

επουσιώδης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niematerialny, nieistotny, znaczenia, nieistotne, bez znaczenia

επουσιώδης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lényegtelen, immateriális, jelentéktelen, anyagtalan

επουσιώδης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
önemsiz, maddi olmayan, manevi, maddi, önemsizdir

επουσιώδης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нематеріальний, нематеріальної, нематеріальну, нематеріальні

επουσιώδης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
jomaterial, jomateriale, parëndësishëm, i parëndësishëm, parëndësishme

επουσιώδης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нематериален, безплътен, незначителен, без значение, несъществен

επουσιώδης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нематэрыяльны

επουσιώδης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ükskõik, mittemateriaalne, ebaoluline, ebaolulised, ebaoluliste, tähtsusetu, immateriaalne

επουσιώδης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
beznačajno, nebitan, nevažno, bestjelesan, beznačajan, nematerijalan, nematerijalni, materijalno značajne, nisu materijalni

επουσιώδης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
óverulegt, óveruleg, hverfandi, óverulegar, skiptir ekki máli

επουσιώδης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nematerialus, neesminis, neturi reikšmės, nereikšmingas

επουσιώδης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nesvarīgs, nemateriāls, nozīmes tam, nebūtiska

επουσιώδης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нематеријална, нематеријални, нематеријално, нематеријалните, нематеријален

επουσιώδης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
imaterial, imaterială, imateriale, nesemnificative, irelevant

επουσιώδης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nebistven, nepomembno, nepomembna, nepomemben, nematerialno

επουσιώδης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nepodstatný, nehmotný, irelevantné, irelevantná, irelevantný, relevantná, nepodstatné
Τυχαίες λέξεις