Καπιταλιστής στα ολλανδικά
Μετάφραση: καπιταλιστής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kapitalist, kapitalistische, de kapitalistische, kapitalistisch, kapitalisme
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καπιταλιστής
καπιταλιστής λεξικό, συλλογικός καπιταλιστής, καπιταλιστής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καπιταλιστής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- καπετάνιος στα ολλανδικά - hopman, captain, kapitein, gezagvoerder, aanvoerder, overste
- καπιταλισμός στα ολλανδικά - kapitalisme, het kapitalisme
- καπνά στα ολλανδικά - tabak, tabaksproducten, van tabak, tabaksgebruik
- καπνίζω στα ολλανδικά - cureren, remedie, roken, genezen, medium, damp, smoken, ...
Τυχαίες λέξεις
Καπιταλιστής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kapitalist, kapitalistische, de kapitalistische, kapitalistisch, kapitalisme
Μεταφράσεις: kapitalist, kapitalistische, de kapitalistische, kapitalistisch, kapitalisme