Λέξη: εκβιάζω
Συνώνυμα: εκβιάζω
απαιτώ, ληστεύω, κάνω αεροπειρατία
Μεταφράσεις: εκβιάζω
εκβιάζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
extort, blackmail, shake down, hijack
εκβιάζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chantaje, sacar dinero, extorsionar a, shakedown, estafar a, desmorone
εκβιάζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erpressung, erpressen, herunterschütteln, ausnehmen, shake Down, abzuschütteln, kampieren
εκβιάζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
forcer, arracher, chantage, extorquer, extorsion, secouer, se affaisser, shake down, soutirer, agitez
εκβιάζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
scuotere per far cadere, shake down, fessurarsi
εκβιάζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adaptar-se, chacoalhar, sacudir, shake down, extorquir
εκβιάζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afpersen, knevelen, afdwingen, afschudden, uitschudden, shake down, inzakken, schudden mag inzakken
εκβιάζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выкачать, вымогательство, выкачивать, требовать, шантаж, выпытывать, вымогание, вымогать, утрясаться, трясти, утрясать, тряхнуть, оседать
εκβιάζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pengeutpressing, riste, rist, rister, ryste, shake
εκβιάζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avtvinga, utpressning, skaka, skakar, skaka om, att skaka, skakas
εκβιάζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiristää, tottua, koeajaa, nukkua, kiristää jkta, majoittua
εκβιάζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ryste, rystes, ryst, ryster, omrystes
εκβιάζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vynutit, vypáčit, vyděračství, vydřít, vydírání, vydírat, setřást
εκβιάζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wymuszenie, szantażować, wymuszać, wydusić, wydrzeć, szantaż, strząsać
εκβιάζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
összeráz, beleszokik, leráz
εκβιάζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
silkelemek, telâşla toparlanmak, kıvrılıp yatmak, haraca bağlamak, para sızdırmak
εκβιάζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вимагати, шантажувати, шантаж, вимагайте, утрясається, утрясає, втрясати, утрясався, утрясаються
εκβιάζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
asgjësoj, shkatërroj
εκβιάζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стръсквам, измъквам, разработвам, бруля, настанявам се временно
εκβιάζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вырашаць, уладжваюцца
εκβιάζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
väljapressimine, Magada, Majoittua, Uurida, Koeajaa, Suurendame mida
εκβιάζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ucjenjivanje, iznuđivati, otkupnina, ucjena, otresti, stresti, iznuditi
εκβιάζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hrista niður
εκβιάζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lupti, nupurtyti, apsiprasti, krėsti, iškrėsti, nugriauti
εκβιάζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šantāža, krata uz leju
εκβιάζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изнудена, биде изнудена
εκβιάζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
se agită, agită, agitați, scuturați, agita
εκβιάζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vdirat, Strasti
εκβιάζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
striasť, zbaviť, striasť sa, setřást
Τυχαίες λέξεις