Λέξη: καταγγελία

Σχετικές λέξεις: καταγγελία

καταγγελία μίσθωσης κατοικίας από εκμισθωτή, καταγγελία σύμβασης ορισμένου χρόνου πριν τη λήξη, καταγγελία μίσθωσης, καταγγελία σύμβασης δανείου, καταγγελία εμπορικής μίσθωσης, καταγγελία για κάπνισμα, καταγγελία μίσθωσης κατοικίας αορίστου χρόνου, καταγγελία σδοε, καταγγελία σύμβασης, καταγγελία μίσθωσης αορίστου χρόνου, καταγγελία σύμβασης εργασίας

Συνώνυμα: καταγγελία

παράπονο, μήνυση, κατηγορία, ασθένεια, πάθηση, κατηγορητήριο, κλήση

Μεταφράσεις: καταγγελία

καταγγελία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
denunciation, complaint, a complaint, termination, the complaint

καταγγελία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
denuncia, queja, reclamación, demanda, reclamo

καταγγελία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Beschwerde, Reklamation, Klage, Rüge, Antrag

καταγγελία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inculpation, dénonciation, accusation, plainte, réclamation, plaintes, grief, requête

καταγγελία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
denuncia, reclamo, censura, lamentela, reclami

καταγγελία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
denúncia, queixa, reclamação, acusação, queixas

καταγγελία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klacht, grief, klacht in, klachten, de klacht

καταγγελία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
донос, денонсирование, осуждение, денонсация, кляуза, извет, обвинение, угроза, жалоба, жалобы, жалобу, жалобе

καταγγελία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klage, klagen

καταγγελία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klagomål, klagomålet, anmärkning, anmärkningen, klagomål som

καταγγελία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valitus, valituksen, kantelun, väite, kantelu

καταγγελία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
klage, klagen, klagepunkt

καταγγελία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
denunciace, udání, vypovědění, nařčení, stížnost, reklamace, žalobní důvod, stížnosti, Podnět

καταγγελία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
denuncjacja, donos, wypowiedzenie, doniesienie, zadenuncjowanie, oskarżenie, skarga, reklamacja, zażalenie, zarzut, skargi

καταγγελία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
feljelentés, bevádolás, panasz, panaszt, kifogás, panaszát, panaszban

καταγγελία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şikâyet, şikayet, şikayeti, bir şikayet, şikayetin

καταγγελία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
звинувачення, обвинувачення, погроза, розірвання, скарга, скаргу, скарга не, скарги

καταγγελία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ankim, ankesa, ankesë, ankesës, ankesën

καταγγελία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оплакване, жалба, жалбата, жалби

καταγγελία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скарга

καταγγελία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
loendatav, kaebus, kaebuse, kaebust, kaebuses, etteheide

καταγγελία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
potkazivanje, optuživanje, prigovor, tužba, pritužba, tužbu, žalba

καταγγελία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kvörtun, kæra, kæru, kvörtunin, erindi

καταγγελία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skundas, skundą, Skunde, Skunde buvo

καταγγελία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sūdzība, iebildums, sūdzību, Sūdzībā, Sūdzībā bija

καταγγελία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
жалбата, поплака, жалба, тужба, приговор

καταγγελία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reclamație, plângere, plângeri, plângerea, plangere

καταγγελία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pritožba, očitek, pritožbo, pritožba je, pritožbe

καταγγελία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sťažnosť, sťažnosti

Στατιστικά δημοτικότητας: καταγγελία

Τυχαίες λέξεις