Ονομαστικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: ονομαστικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nominaal, nominale, de nominale, een nominale, het nominale
Ονομαστικός στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ονομαστικός

ονομαστικός κατάλογος οτε, ονομαστικός τηλεφωνικός κατάλογος, ονομαστικός μισθός, ονομαστικός κατάλογος cosmote, ονομαστικός κατάλογος σταθερών και κινητών τηλεφώνων, ονομαστικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ονομαστικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ονομάζω στα ολλανδικά - roepen, noemen, naam, heten, benoemen, naamwoord, benaming, ...
  • ονομασία στα ολλανδικά - naamwoord, benoemen, roepen, naam, noemen, heten, benaming, ...
  • ονομαστός στα ολλανδικά - beroemd, beroemde, bekende, bekend, de beroemde
  • ονοματολογία στα ολλανδικά - nomenclatuur, nomenclatuur van, de nomenclatuur
Τυχαίες λέξεις
Ονομαστικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: nominaal, nominale, de nominale, een nominale, het nominale