Λέξη: ονομαστικός

Σχετικές λέξεις: ονομαστικός

ονομαστικός κατάλογος οτε, ονομαστικός τηλεφωνικός κατάλογος, ονομαστικός μισθός, ονομαστικός κατάλογος cosmote, ονομαστικός κατάλογος σταθερών και κινητών τηλεφώνων, ονομαστικός κατάλογος ελλάδας, ονομαστικός κατάλογος hol, ονομαστικός κατάλογος wind, ονομαστικός κατάλογος σταθερών τηλεφώνων, ονομαστικός κατάλογος κινητών τηλεφώνων, ονομαστικός κατάλογος

Συνώνυμα: ονομαστικός

κατ' όνομα, τιμητικός, επίτιμος, προσηγορικός

Μεταφράσεις: ονομαστικός

ονομαστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nominative, nominal, nominal aspect, a nominal, headline, by name

ονομαστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nominativo, nominal, nominal de, nominales, nominal del

ονομαστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nominativ, namentlich, namentliche, nominal, nominell, Nenn, nominalen

ονομαστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nominal, nominatif, nominale, nominaux, nominale de, nominales

ονομαστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nominale, nominali, nominale di, nominale del

ονομαστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nominal, nominais, nominal de, nominal do

ονομαστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nominaal, nominale, de nominale, een nominale, het nominale

ονομαστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
незначительный, лицо, именительный, ничтожный, нарицательный, условный, назначенный, поименный, номинальный, именной, номинальная, номинальной, номинальное, номинального

ονομαστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nominell, nominelle, nominelt, pålydende

ονομαστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
symbolisk, nominell, nominella, nominellt, märk, den nominella

ονομαστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nominatiivi, mitätön, nimellinen, muodollinen, nimellisarvo, nimellisen, nimellisarvon, nimellistä

ονομαστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nominativ, nominel, nominelle, nominelt, pålydende, den nominelle

ονομαστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nominativ, nominální, jmenovitý, jmenný, jmenovitá, jmenovité, jmenovitého

ονομαστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nominalny, mianownik, symboliczny, mianownikowy, tytularny, imienny, nominalna, nominalnej, nominalne, nominalną

ονομαστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alanyeset, alanyeseti, nominális, nominatívusz, csekély, névleges, névszói, fiktív, a névleges, a nominális

ονομαστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nominal, anma, itibari

ονομαστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
іменної, поіменний, іменною, номінальний, називний, іменний, номінальне

ονομαστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
formal, emëror, nominale, nominal, nominal i

ονομαστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
номинален, номинална, номиналната, номиналния, номинално

ονομαστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
намінальны

ονομαστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nominaalne, nimetav, nominaalse, nominaalset, nominaalsaagi, nominaalsest

ονομαστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
imenički, nominativ, nominalna, nominalan, nominativni, uvjetan, nazivni, nominalni, nominalne

ονομαστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
að nafnverði, nafnvirði, nafnverði, að nafnvirði, nafn-

ονομαστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vardininkas, nominalus, nominali, vardinis, nominalios, nominalioji

ονομαστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nomināls, nominālais, nominālā, nominālo, nominālvērtība

ονομαστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
номиналната, номинален, номиналниот, номинална, номинално

ονομαστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nominativ, nominal, nominală, nominale, nominala, nominală a

ονομαστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nominativ, nominální, nominalna, nominalni, nominalno, nazivna, nazivno

ονομαστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nominálnej, nominálna, nominálne, nominálnu, nominálny

Στατιστικά δημοτικότητας: ονομαστικός

Τυχαίες λέξεις