Λέξη: πεποίθηση
Σχετικές λέξεις: πεποίθηση
δικανική πεποίθηση, πεποίθηση ετυμολογία, πεποίθηση αντώνυμο, πεποίθηση αγγλικά, πεποίθηση στα αγγλικά, πεποίθηση συνώνυμο, αυτο πεποίθηση, πεποίθηση ορισμός, πεποίθηση δικαίου, πεποίθηση αληθείας
Συνώνυμα: πεποίθηση
πίστωση, πίστη, έπαινος, υπόληψη, τιμή, εξάρτηση, εμπιστοσύνη, καταδίκη, φρόνημα
Μεταφράσεις: πεποίθηση
πεποίθηση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
belief, conviction, convinced, confident, confidence
πεποίθηση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
creencia, convencimiento, credo, crédito, fe, condena, convicción, convicción de, la convicción
πεποίθηση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eindruck, verurteilung, dogma, überzeugung, vertrauen, idee, gedanke, glaube, Überzeugung, Verurteilung, überzeugt, Ueberzeugung
πεποίθηση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
idée, persuasion, condamnation, conviction, avis, impression, confiance, crédit, notion, jugement, foi, croyance, dogme, créance, religion, dire, déclaration de culpabilité, la conviction, la condamnation
πεποίθηση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fede, condanna, convinzione, convincimento, la convinzione, convinto
πεποίθηση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
impressão, efeito, convicção, sensação, opinião, condenação, convicção de, a convicção
πεποίθηση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leerstelling, afdruk, overtuiging, impressie, leerstuk, indruk, effect, belichting, veroordeling, overtuigd, de overtuiging
πεποίθηση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
убеждение, убежденность, доверие, осуждение, факт, впечатление, уверенность, уговаривание, верование, мнение, убеждённо, убеждению
πεποίθηση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tro, overbevisning, overbevisning om, bevisn, bevisningen, dom
πεποίθηση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tro, övertygelse, övertygelsen, övertygelse om, fällande dom, dom
πεποίθηση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oletus, vaikutus, jälki, painatus, usko, mielipide, vaikutelma, tuomio, olettamus, vakaumus, vakuuttunut, vakuuttunut siitä
πεποίθηση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tro, overbevisning, overbevisning om, overbevist, domfældelse
πεποίθηση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přesvědčení, odsouzení, důvěra, mínění, usvědčení, rozsudek, představa, víra, přesvědčen, přesvědčením
πεποίθηση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zdanie, przeświadczenie, wiara, światopogląd, zasadzenie, pogląd, zasądzenie, przekonanie, skazanie, wierzenie, wyrok, przekonania
πεποίθηση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elítélés, rábizonyítás, meggyőződés, meggyőződését, meggyőződéssel, meggyőződése
πεποίθηση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
izlenim, etki, mahkumiyet, inanç, mahkumiyetinin, mahkumiyeti, kanaat
πεποίθηση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
переконаність, судимість, довіра, думка, засудження, переконання, віра
πεποίθηση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ide, bindje, dënimi, bindja, bindjen, dënim
πεποίθηση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вера, осъждане, убеждение, присъда, убеждението
πεποίθηση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перакананне, перакананьне, перакананасць, упэўненасць
πεποίθηση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tõekspidamine, veendumus, usk, süüdimõistmine, uskumus, veendumust, süüdimõistmise
πεποίθηση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osuda, vjerovanja, vjera, vjerovanje, uvjerenje, presuda, uvjerenju, je uvjerenje
πεποίθηση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
trú, sannfæring, sannfæringu, sakfellingar, sakfelling, með sakfellingu
πεποίθηση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fides
πεποίθηση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įspūdis, tikėjimas, įsitikinimas, apkaltinamasis nuosprendis, įsitikinimu
πεποίθηση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iespaids, pārliecība, notiesāšana, pārliecību
πεποίθηση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
уверување, убедување, убеденост, пресуда, осуда
πεποίθηση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
impresie, convingere, condamnare, convingerea, condamnarea, condamnări
πεποίθηση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vera, víra, prepričanje, obsodba, obsodbe, obsodbo
πεποίθηση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
presvedčenie, presvedčenia, presvedčení, viery, presvedčeniu
Τυχαίες λέξεις