Παραλήπτης στα ολλανδικά
Μετάφραση: παραλήπτης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontvanger, geadresseerde, recipiënt, ontvangend, begunstigde, ontvangende
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παραλήπτης
εγγεγραμμένος παραλήπτης, παραλήπτης στα αγγλικα, παραλήπτης διαχειριστής, παραλήπτης μετάφραση, παραλήπτης άγνωστος, παραλήπτης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παραλήπτης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- παρακώλυση στα ολλανδικά - hinderpaal, beletsel, obstakel, storing, hindernis, obstructie, verstopping, ...
- παραλέω στα ολλανδικά - vergroten, overdrijven, chargeren, paraleo
- παραλήρημα στα ολλανδικά - delirium, delier, een delirium, het delirium, een delier
- παραλία στα ολλανδικά - strand, het strand, beach, strand van
Τυχαίες λέξεις
Παραλήπτης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ontvanger, geadresseerde, recipiënt, ontvangend, begunstigde, ontvangende
Μεταφράσεις: ontvanger, geadresseerde, recipiënt, ontvangend, begunstigde, ontvangende