Παραλήπτης στα ουκρανικά
Μετάφραση: παραλήπτης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
одержування, одержання, здобуття, адресат, отримання, одержувач, Отримувач, Адресат, Получатель
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παραλήπτης
εγγεγραμμένος παραλήπτης, παραλήπτης στα αγγλικα, παραλήπτης διαχειριστής, παραλήπτης μετάφραση, παραλήπτης άγνωστος, παραλήπτης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, παραλήπτης στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- παρακώλυση στα ουκρανικά - перешкоджати, затримувати, непрохідність, перешкодити, заважати, завада, обструкція, ...
- παραλέω στα ουκρανικά - перебільшити, перебільште, перебільшувати, paraleo
- παραλήρημα στα ουκρανικά - марення, божевілля, несамовитість, бред, маячня, маячню, брєд
- παραλία στα ουκρανικά - пляж
Τυχαίες λέξεις
Παραλήπτης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: одержування, одержання, здобуття, адресат, отримання, одержувач, Отримувач, Адресат, Получатель
Μεταφράσεις: одержування, одержання, здобуття, адресат, отримання, одержувач, Отримувач, Адресат, Получатель