Λέξη: καρούμπαλο

Σχετικές λέξεις: καρούμπαλο

καρούμπαλο στο κεφάλι, καρούμπαλο στο λαιμό, καρούμπαλο στο μέτωπο, καρούμπαλο στο γόνατο, καρούμπαλο πρώτες βοήθειες, καρούμπαλο πίσω από το αυτί, καρούμπαλο στο πόδι, καρούμπαλο στο λάστιχο, καρούμπαλο στην πλατη, καρούμπαλο μωρό

Συνώνυμα: καρούμπαλο

λαβή, πόμολο, όζος, οίδημα, προεξοχή

Μεταφράσεις: καρούμπαλο

καρούμπαλο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bump, knob, knob on

καρούμπαλο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bollo, topar, joroba, perilla, pomo, botón, mando, perilla de

καρούμπαλο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
buckel, stoß, beule, bums, bö, höcker, schwellung, plumps, Knopf, Knauf, Drehknopf

καρούμπαλο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bosse, heurt, heurter, caramboler, secousse, inégalité, atteinte, gibbosité, frapper, percussion, tumeur, coup, choc, bouton, molette, le bouton, bouton de, poignée

καρούμπαλο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gobba, bernoccolo, ammaccatura, manopola, pomello, manopola di, la manopola, manopola del

καρούμπαλο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
colisão, corcova, corcunda, botão, maçaneta, botão de, manípulo, knob

καρούμπαλο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bochel, bult, knobbel, knop, klontje, draaiknop, regelaar

καρούμπαλο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
опухоль, ударить, пнуть, шишка, столкновение, толкнуть, толкать, соударение, выгиб, удариться, бугор, выпуклость, схватка, волдырь, горб, ухаб, ручка, ручку, регулятор, ручки, кнопка

καρούμπαλο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kul, knott, knotten, knappen, bryteren

καρούμπαλο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
törn, knopp, vredet, ratten, reglaget

καρούμπαλο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hakata, törmäys, alentaa, tavata, kyttyrä, kyhmy, kuhmu, kupru, nuppi, nuppia, säädintä, nappulaa

καρούμπαλο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pukkel, knop, knappen, knap, knappen for, drejeknappen

καρούμπαλο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
úder, otok, vypuklina, náraz, uhodit, rána, hrbol, srážka, narazit, knoflík, knoflíku, ovladač, knoflíkem, páky

καρούμπαλο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zderzać, stłuczka, turkotać, uderzać, wybój, wpadać, zderzyć, uderzenie, uderzyć, guzek, guz, pokrętło, gałka, pokrętła, pokrętłem, knob

καρούμπαλο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
légörvény, bányaomlás, lökés, hepehupa, daganat, koponyadudor, gomb, gombot, gombbal, forgatógomb

καρούμπαλο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kambur, şiş, çıkıntı, tokmak, topuz, düğmesi, topuzu, düğme

καρούμπαλο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пухлина, гуля, опуклість, раптово, штовхати, ручка

καρούμπαλο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çelës, top, dorezë, copë, shuk

καρούμπαλο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
копче, копчето, копче по, копчето за, ръкохватка

καρούμπαλο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ручка

καρούμπαλο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
muhk, müks, kokkupõrge, nupp, nuppu, nupu, knob, nupuga

καρούμπαλο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kvrga, izraslina, sudar, neravnina, otok, čvoruga, dugme, Gumb, Gumb za, drška, kotačić

καρούμπαλο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
húnn, Knob, hnappinn, hnappi úr sléttu, hnappi

καρούμπαλο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kauburys, gumbas, kupra, rankena, rankenėlė, rankenėlę, mygtukas, knob

καρούμπαλο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
paugurs, gramba, puns, kupris, poga, kloķi, knob, kloķis, kloķus

καρούμπαλο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
копчето, копче, копчето за, копче за, го копчето

καρούμπαλο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mâner, nod, butonul, buton, butonul de

καρούμπαλο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uhodit, otok, gumb, gumb za, bunka, gumba, gumbom

καρούμπαλο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
náraz, gombík, tlačidlo
Τυχαίες λέξεις