Πολύγλωσσος στα ολλανδικά

Μετάφραση: πολύγλωσσος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
polyglot, meertalige, veeltalige, polyglotte, polyglottische
Πολύγλωσσος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πολύγλωσσος

πολύγλωσσος ο πρόεδρος χριστόφιας, πολύγλωσσος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πολύγλωσσος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πολυτελής στα ολλανδικά - kwistig, luxeartikel, luxueus, pracht, weelde, luxe, weeldeartikel, ...
  • πολύ στα ολλανδικά - terdege, heel, erg, identiek, veel, bijzonder, bijster, ...
  • πολύκροτος στα ολλανδικά - roemvol, gerenommeerd, beroemd, glorieus, gevierd, roemruchtig, vermaard, ...
  • πολύμοχθος στα ολλανδικά - zwaar, moeizaam, moeilijk, zware, moeilijke
Τυχαίες λέξεις
Πολύγλωσσος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: polyglot, meertalige, veeltalige, polyglotte, polyglottische