Λέξη: πολύγλωσσος

Σχετικές λέξεις: πολύγλωσσος

πολύγλωσσος ο πρόεδρος χριστόφιας

Μεταφράσεις: πολύγλωσσος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
multilingual, polyglot
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
polígloto, Polyglot, políglota, de Polyglot, poliglota
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mehrsprachig, polyglott, vielsprachig, polyglotte, polyglotten
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
polyglotte, polyglottes, polyglot
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
poliglotta, Polyglot, poliglotti, poliglotte
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
poliglota, Polyglot, poliglotas
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
polyglot, meertalige, veeltalige, polyglotte, polyglottische
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разноязыкий, многоязычный, полиглот, Polyglot, полиглотом, полиглота
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
polyglot, Polyglott
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
polyglot, polyglotten, flerspråkig, polyglott, mångspråkiga
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
monikielinen, Polyglot, monikielisen, kielitaitoiset, monikieliseen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
polyglot, flersprogede, mangesproget
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mnohojazyčný, vícejazyčný, polyglot, polyglota, několikajazyčný
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wielojęzyczny, poliglota, Polyglot, poliglotą, poliglotka, poliglotką
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
soknyelvű, többnyelvű, Polyglot, poliglott, soknyelvû
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çok dilli, polyglot, dilli, dil bilen, çok dil bilen
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
багатолінійний, поліглот, полиглот
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
poliglot, Polyglot, poliglote, shumëgjuhësh
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
полиглот, Polyglot, многоезичен, на Полиглот
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паліглот
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mitmekeelne, polüglott, Polyglot, paljukeelse, polügloti
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
multilingvalnost, višejezični, poliglot, poliglota, poliglotsko, poliglota i, Poliglotski
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
polyglot
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
daugiakalbis, Polyglot
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
poliglots, Polyglot, poliglotu, daudzvalodu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
полиглот, полиглотот, полиглотски, повеќејазична &, & на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
poliglot, polyglot, poliglotă, poliglote
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poliglot, poliglotka, poliglotski, poliglotska
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mnohojazyčný, polyglot
Τυχαίες λέξεις