Ριγέ στα ολλανδικά
Μετάφραση: ριγέ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gestreept, gestreepte, striped, strepen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ριγέ
ριγέ παντελόνι, ριγέ μπλούζες, ριγέ τοίχος, ριγέ ταπετσαρίες, ριγέ καλαμάκια, ριγέ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ριγέ στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ρητώς στα ολλανδικά - uitdrukkelijk, expliciet, nadrukkelijk, uitdrukkelijke, uitdrukkelijk is
- ρηχός στα ολλανδικά - oppervlakkig, ondiep, licht, ondiepe
- ριγώ στα ολλανδικά - rillen, beven, trillen, bibberen, huiveren, hevig schudden, judder, ...
- ριζικός στα ολλανδικά - ingrijpend, revolutionair, radicaal, drastisch, vergaand, grondig, wortelteken, ...
Τυχαίες λέξεις
Ριγέ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gestreept, gestreepte, striped, strepen
Μεταφράσεις: gestreept, gestreepte, striped, strepen