Λέξη: ζάρα

Σχετικές λέξεις: ζάρα

ζάρα home, ζάρα καταστήματα, ζάρα λεάντερ, ζάρα φίλιπς, σάρα ρίτσαρντσον, ζάρα ρούχα, ζάρα φορέματα, ζάρα παιδικά, ζάρα ελλάδα, ζάρα χαρτσον

Συνώνυμα: ζάρα

πλήθος, πτυχή, ρυτίδα, ζαρωματιά, καλή ιδέα, ρυτίς

Μεταφράσεις: ζάρα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wrinkle, ruck, pucker, Zara, Zahra
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arrugar, raya, fruncir, pliegue, arruga, surco, dobladura, melé, ruck, el ruck, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nut, falte, fältchen, runzel, vertiefung, kniff, furche, Falte, ruck, Pulk
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fronce, froncer, ride, pronostic, combine, pli, plisser, repli, rainure, rider, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
crespa, corrugare, grinza, ruga, piega, ruck, un ruck, ruck si, ad un ruck
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
calha, rego, sulco, enrugamento, turba, montão, franzir, dobra, Ruck
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
frons, vouw, zog, rimpel, vore, rimpelen, voor, groef, fronsen, geul, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
морщина, морщиться, размять, складка, сморщить, борозда, толчея, Ruck, Рак, Рук
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rynke, fold, fure, Ruck
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skrynkla, veck, rynka, ruck, Rück, lastvagnen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ryppy, kurttu, rypistyä, uurre, poimu, rypistää, laskostaa, rahvas, Ruck, ruuhka
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fold, Ruck
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vrásnit, pokrčit, svraštit, vráska, zvrásnit, záhyb, Ruck, mlýn, plebs
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fałd, pomarszczyć, zmarszczka, marszczyć, szary tłum, gawiedź, branża, Ruck
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
redő, Ruck, szürke tömeg, gyűrődik, a RUCK
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karık, buruşuk, kırışık, buruşmak, buruşukluk, geride kalan atlar, ayaktakımı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
штовханина, товкотнеча, тиснява, тіснява
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrudhë, lëmsh, Ruck, rrudhos, grumbullim, turmë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
царщина, простолюдие, обикновени хора, смачквам, бръчка, надиплям
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
таўханіна, стоўпатварэнне, шмат людзей
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
salk, Rahvas, Rypistyä, Ryppy, Minna kurttuun
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nabirati se, mrštiti se, svjetina, besmislica, ruck
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hrukka, ruck
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
raukšlė, raukšlėtis, ruck, krūva, daugybė, prastuomenė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grumba, rieva, krunka, sakrokot, bars, Truku, Ruck, ielocīt
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Ридот, обични луѓе, толпа
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rid, se încreți, grămadă spontană, ruck, spontană, grămada spontană
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Gužva, Nabor, Mrštiti, Svjetina, Besmislica
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vráska, vrásky, brázda
Τυχαίες λέξεις