Λέξη: θεσμός

Σχετικές λέξεις: θεσμός

θεσμός πρόνοιας, θεσμός αγγλικά, θεσμός της προίκας, θεσμός της οικογένειας, θεσμός ορισμός, θεσμός συνώνυμα, θεσμός του μέντορα, θεσμός αριστείας, θεσμός των θεμάτων, θεσμός αριστείας 2014

Συνώνυμα: θεσμός

νόμος, νομοθεσία, διάταξη, ίδρυμα, κατάστημα, σύσταση

Μεταφράσεις: θεσμός

θεσμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
institution, an institution, institution of

θεσμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
establecimiento, institución, entidad, institución de, instituciones, entidad de

θεσμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anstalt, niederlassung, institution, Einrichtung, Institution, Institut, Organ

θεσμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fondation, établissement, institution, instauration, institutions, organisme

θεσμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stabilimento, istituzione, istituto, ente, dell'istituzione, un'istituzione

θεσμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estabelecimento, instituto, instituição, instituição de, instituições

θεσμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
instelling, vestiging, institutie, orgaan, instituut, instellingen

θεσμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
учреждение, установление, ведомство, заведение, основание, организация, общество, орган, институт, учреждением

θεσμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
institusjon, institusjonen, institusjonens

θεσμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anstalt, institution, institutionen, institut, institutet, institutionens

θεσμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
instituutti, perustus, laitos, toimielin, toimielimen, laitoksen, organisaatioon

θεσμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
institution, anstalt, institutionen, institutionens, institut

θεσμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ustanovení, instituce, založení, zařízení, ústav, institucí, orgán, instituci

θεσμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
instytucja, wszczęcie, ustanowienie, placówka, instytucji, instytucją, instytucję

θεσμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megindítás, intézet, intézmény, intézménynek, intézmények, intézményt, intézménye

θεσμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kurum, kurumu, kurumun, kuruluş, bir kurum

θεσμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інститути, установа, заклад, установу, установи, закладу

θεσμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
institucion, institucioni, institucion i, institucioni i, institucionit

θεσμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
учреждение, институция, институцията, институции, заведение

θεσμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўстанова, ўстанову, установа, установу, заснаванне

θεσμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
asutamine, institutsioon, asutus, institutsiooni, asutuse, institutsioonide

θεσμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zavod, institucije, institucija, ustanova, ustanove, instituciju, ustanovi

θεσμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stofnun, stofnunin, stofnun sem, stofnunar, stofnunina

θεσμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
institucija, įstaiga, įstaigos

θεσμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
organizācija, iestāde, institūcija, iestādei

θεσμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
институција, институцијата, установа, установата

θεσμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
instituţie, instituție, instituții, instituție de, instituției, instituția

θεσμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
institucija, ustanova, institucijo, nosilec

θεσμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
inštitúcie, inštitúcia, inštitúcií, orgány, správa

Στατιστικά δημοτικότητας: θεσμός

Τυχαίες λέξεις