Τεφρώδης στα ολλανδικά

Μετάφραση: τεφρώδης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
askleurig, asachtig, asachtige, askleurige, ashy
Τεφρώδης στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τεφρώδης

τεφρώδης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τεφρώδης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τετριμμένος στα ολλανδικά - banaal, nietszeggend, gewoontjes, plat, alledaags, afgezaagd, shopworn
  • τεφροειδής στα ολλανδικά - asgrauw, tefroeidis
  • τεχνίτης στα ολλανδικά - ambachtsman, vakman, handwerksman, ambachtelijke, craftsman
  • τεχνητός στα ολλανδικά - gemaakt, nagemaakt, kunstmatig, gewrongen, gekunsteld, kunstmatige, artificiële, ...
Τυχαίες λέξεις
Τεφρώδης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: askleurig, asachtig, asachtige, askleurige, ashy