Λέξη: σφοδρά
Σχετικές λέξεις: σφοδρά
σφοδρά συνώνυμο
Μεταφράσεις: σφοδρά
σφοδρά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vehemently, inveighingly, strongly, sharply, fiercely
σφοδρά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inveighingly
σφοδρά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
heftig, vehement, inveighingly
σφοδρά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
violemment, véhémentement, inveighingly
σφοδρά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inveighingly
σφοδρά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inveighingly
σφοδρά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inveighingly
σφοδρά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пылко, стремительно, inveighingly
σφοδρά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
inveighingly
σφοδρά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inveighingly
σφοδρά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
inveighingly
σφοδρά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
inveighingly
σφοδρά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prudce, vehementně, inveighingly
σφοδρά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zajadle, gwałtownie, inveighingly
σφοδρά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
inveighingly
σφοδρά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
inveighingly
σφοδρά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шалений, жагучий, жагливий, inveighingly
σφοδρά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
inveighingly
σφοδρά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
inveighingly
σφοδρά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
inveighingly
σφοδρά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
jõuliselt, inveighingly
σφοδρά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
inveighingly
σφοδρά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
inveighingly
σφοδρά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
inveighingly
σφοδρά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
inveighingly
σφοδρά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
inveighingly
σφοδρά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inveighingly
σφοδρά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
inveighingly
σφοδρά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
inveighingly