Χωλαίνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: χωλαίνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hinken, strompelen, hobble, strompel, haperenheid
Χωλαίνω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: χωλαίνω

χωλαίνω συνόνυμα, χωλαίνω συνώνυμα, χωλαίνω σημασια, χωλαίνω λεξικό, χωλαίνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χωλαίνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • χυμώδης στα ολλανδικά - zinnelijk, sappig, sappige, juicy
  • χυτήριο στα ολλανδικά - gieterij, gieterijen, de gieterij, voor gieterijen
  • χωμένος στα ολλανδικά - stoten, duwen, geramd, ramde, scherper formuleren, wat scherper formuleren, aangestampte
  • χωνί στα ολλανδικά - trechter, funnel, de trechter
Τυχαίες λέξεις
Χωλαίνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hinken, strompelen, hobble, strompel, haperenheid