Λέξη: μονάδα

Σχετικές λέξεις: μονάδα

μονάδα τεχνητού νεφρού, μονάδα σημασιολογικού ιστού, μονάδα 731, μονάδα αναπτυξιακής παιδιατρικής του νοσοκομείου παίδων «αγλαΐα κυριακού», μονάδα ανθρώπινης εργασίας, μονάδα μέτρησης όγκου, μονάδα ανακουφιστικής αγωγής, μονάδα εντατικής θεραπείας, μονάδα οικογενειακής θεραπείας παγκράτι, μονάδα μέτρησης

Συνώνυμα: μονάδα

μονάς, ονομασία, δόγμα, αίρεση, θρήσκευμα, αξία

Μεταφράσεις: μονάδα

μονάδα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
unit, module, plant, drive, unit of

μονάδα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
unidad, unidad de, la unidad, aparato, equipo

μονάδα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einheit, maßeinheit, gerät, aggregat, locker, einfach, gebühreneinheit, Einheit, Gerät

μονάδα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fraction, pièce, ensemble, service, partie, unité, part, portion, appareil, unité de, l'unité

μονάδα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
reparto, unità, elemento, dell'unità, unità di, apparecchio, un'unità

μονάδα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
unidade, original, unidade de, aparelho, da unidade, unidades

μονάδα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
unit, eenheid, apparaat, toestel

μονάδα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
киловатт-час, подраздел, целое, штука, установка, подразделение, аппарат, секция, корабль, агрегат, часть, блок, узел, элемент, единица, соединение, устройство

μονάδα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
enhet, enheten, enhets

μονάδα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enhet, enheten, enhets

μονάδα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
osasto, yksikkö, yksikön, laite, laitteen

μονάδα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
enhed, ener, enheden, apparatet, bænk

μονάδα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jednotka, složka, díl, celek, zařízení, přístroj, jednotku, jednotkou

μονάδα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
część, jedynka, element, segment, agregat, zespół, rozdział, jednostka, urządzenie, jednostki

μονάδα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gépegység, mértékegység, egységnyi, egység, készülék, egységet, készüléket, berendezés

μονάδα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
birlik, birim, birimi, ünitesi, ünite, cihaz

μονάδα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
секція, корабель, одиниця, з'єднування, клунок, блок, блоку

μονάδα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njësi, njësia, njësi e, njësisë, Njësia e

μονάδα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
единица, блок, звено, възел, единична

μονάδα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
блок, блёк

μονάδα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üksus, ühik, komponent, üksuse, ühiku, seade, seadme

μονάδα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jednoznačnost, sklad, sloga, jednoglasje, jedinica, jedinice, uređaj, jedinicu, jedinici

μονάδα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eining, einingu, einingar, einingin

μονάδα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vienetas, vieneto, blokas, padalinys, skyrius

μονάδα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
elements, mērvienība, vienība, vienības, vienību, ierīce, bloks

μονάδα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
единица, единицата, единици, единица за, единица на

μονάδα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
unitate, unitate de, unitatea de, Cap, unități de

μονάδα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
blok, enota, enote, enoto, enoti, naprava

μονάδα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
blok, jednotka, jednotky, celok, jednotku

Στατιστικά δημοτικότητας: μονάδα

Τυχαίες λέξεις