Ψυχρότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ψυχρότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
koelheid, koudheid, koude, kou, kilte
Ψυχρότητα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ψυχρότητα

γυναικεία ψυχρότητα, ανδρική ψυχρότητα, ψυχρότητα συνωνυμα, συναισθηματική ψυχρότητα, ψυχρότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ψυχρότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ψυχρά στα ολλανδικά - koud, koel, koeltjes, kil, coldly
  • ψυχρός στα ολλανδικά - ver, ververwijderd, veraf, kil, ijzig, ijskoud, verwijderd, ...
  • ψωμάκι στα ολλανδικά - rol, bolletje, broodje, kadetje, rollen, rolletje, kadet, ...
  • ψωμί στα ολλανδικά - mik, brood, het brood
Τυχαίες λέξεις
Ψυχρότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: koelheid, koudheid, koude, kou, kilte