Λέξη: κατάπληξη

Σχετικές λέξεις: κατάπληξη

κατάπληξη λεξικό, κατάπληξη συνώνυμα

Συνώνυμα: κατάπληξη

έκπληξη, ταραχή, τρόμος, φόβος, κατάπληξη από φόβο

Μεταφράσεις: κατάπληξη

κατάπληξη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stupor, consternation, astonishment, amazement, wonder, amazing

κατάπληξη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
estupor, consternación, la consternación, consternado, consternada, de consternación

κατάπληξη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stumpfheit, schock, Bestürzung, Betroffenheit, bestürzt, Entsetzen, Schrecken

κατάπληξη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
engourdissement, ébahissement, stupidement, bêtement, stupeur, torpeur, choc, consternation, la consternation, consterné, consternés, de consternation

κατάπληξη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
stupore, sbigottimento, costernazione, sgomento, costernato, la costernazione

κατάπληξη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estupor, consternação, consternado, consternada, consternation, a consternação

κατάπληξη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
consternatie, ontsteltenis, ontzetting, verbijstering, ontsteld

κατάπληξη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
столбняк, ступор, остолбенение, одурь, оцепенение, удар, ужас, испуг, смятение, растерянность

κατάπληξη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bestyrtelse, forskrekkelse, forferdelse, forskrekk, fortvilelse

κατάπληξη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bestörtning, förskräckelse, häpnad, förskräckelsen, bestörtn

κατάπληξη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tyrmistys, tyrmistystä, tyrmistyneitä, tyrmistyksensä, consternation

κατάπληξη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bestyrtelse, forfærdelse, bestyrtet, forfærdet

κατάπληξη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
strnutí, ztuhnutí, úžas, strnulost, zděšení, ohromení, konsternace, údiv

κατάπληξη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
otępienie, zamroczenie, odrętwienie, zesztywnienie, osłupienie, konsternacja, konsternację, konsternacji, przerażenie

κατάπληξη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eszméletlenség, megdöbbenés, megdöbbenést, megdöbbenésének, megdöbbenésére, döbbenet

κατάπληξη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dehşet, afallama, şaşkınlık, şaşkınlığına, hayret

κατάπληξη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
остовпіння, заціпеніння, жах, страх, ужас

κατάπληξη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tmerr, shtangie

κατάπληξη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
смайване, ужас, смущение, учудване, ужасени

κατάπληξη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жах, ужас, страх, жудасьць

κατάπληξη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
poolteadvusetus, stuupor, kangestus, jahmatus, jahmatust, nördimust, jahmatust selle, jahmatuseks

κατάπληξη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ukočenost, omama, ošamućenost, zapanjenost, zaprepaštenje, potištenost, preneraženost

κατάπληξη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skelfing

κατάπληξη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šokas, smūgis, Sumišimas, Konsternacja, Osłupienie, Przerażenie, Samulsums

κατάπληξη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šoks, samulsums, apjukums, apjukumu

κατάπληξη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вчудоневиденост, запрепастување, вџашеност, загриженост, запрепастеност

κατάπληξη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
şoc, consternare, consternarea, consternation, consternat, consternare în

κατάπληξη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Strah

κατάπληξη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
otupení, strnulosť, zdesenie, zdeseniu, zdesenia, zdesení
Τυχαίες λέξεις