Λέξη: αιχμηρός

Σχετικές λέξεις: αιχμηρός

αιχμηρός συνώνυμο

Συνώνυμα: αιχμηρός

κοφτερός, κοπτερός, οξύς, ριμύς, πανούργος, ακιδωτός, αγκαθωτός, μυτερός, δυσκολομεταχείριστος, δηκτικός

Μεταφράσεις: αιχμηρός

αιχμηρός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pointed, spiky, sharp, spiculate, spiked

αιχμηρός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
puntiagudo, agudo, punta, de punta, spiky, espigados

αιχμηρός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gespitzt, gezeigt, stachelig, spitz, stacheligen, spiky, stachelige

αιχμηρός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cuisant, affilé, braquées, braqua, pointée, braquai, pointés, cassant, pointa, pointâmes, pointées, pointé, braquâmes, mordant, piquant, acéré, hérissé de pointes, hérissés, épi, épineux, spiky

αιχμηρός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appuntito, spinoso, appuntita, appuntiti, Spiky, irti

αιχμηρός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espetado, espetados, spiky, picos, pontiagudo

αιχμηρός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spits, puntig, stekelige, spiky, stekelig, puntige

αιχμηρός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
острый, демонстративный, указанный, подчеркнутый, остроконечный, критический, заостренный, колючие, остроконечные, колючий, остроконечное

αιχμηρός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spiss, bustete, spiky, genser, piggete, pigget

αιχμηρός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spetsig, taggiga, spiky, taggig, Thornax, snarstucken

αιχμηρός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kärkevä, kiukkuinen, piikikäs, spiky, piikikästä, piikkimäiset

αιχμηρός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spids, spiky, strittende, piggede, stikkende

αιχμηρός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pichlavý, zahrocený, špičatý, ostrý, ostnatý, špičaté, ježatý, strmě členitý

αιχμηρός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spiczasty, ostry, zaostrzony, stanowczy, surowy, szpiczasty, uszczypliwy, kolczasty, ciernisty, spiky, kolczaste, kolec

αιχμηρός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
félreérthetetlen, hegyes, szúrós, tüskés

αιχμηρός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dikenli, sivri uçlu, spiky, sivri, keskin

αιχμηρός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гострий, загострений, гострокінцевий, гострокінцеві, гостроконечний

αιχμηρός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
me gjemba, gjemba

αιχμηρός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
упорит, покрит с шипове, стърчаща, острите, заострен

αιχμηρός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
востраканечны

αιχμηρός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teravatipuline, ogaline, turris, okkalises, sakiline, Piikide

αιχμηρός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šiljat, klasast, bodljikav, zaoštren

αιχμηρός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
spiky

αιχμηρός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
smailas, nenuolaidus, dygus, Kłosokształtny, Ciernisty

αιχμηρός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dzēlīgs, ti veidojas

αιχμηρός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заострен, некласични

αιχμηρός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
țepos, tepos, țepi, cu țepi, tepoasa

αιχμηρός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Konico, Klasast, izstopajoče, bolj izstopajoče

αιχμηρός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poukázal, ostnatý, ostnatá
Τυχαίες λέξεις