Αλλοίωση στα ουκρανικά
Μετάφραση: αλλοίωση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лесбійський, лесбіянка, погіршення
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλλοίωση
αλλοίωση τραχήλου, αλλοίωση εγγράφου, αλλοίωση english, αλλοίωση συνώνυμο, αλλοίωση της ελληνικής γλώσσας, αλλοίωση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αλλοίωση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αλληλουχία στα ουκρανικά - низка, лад, ряд, низку, лаву, послідовність, лава, ...
- αλλιώς στα ουκρανικά - ще, інший, інакше, в, у, до, на
- αλλοδαπός στα ουκρανικά - чужий, чужої, іноземець, чужинець, чужою, чужій, іноземний, ...
- αλλοιώνω στα ουκρανικά - фальшувати, підкупити, розбестити, підробити, підроблятися, підробляти, домісіть, ...
Τυχαίες λέξεις
Αλλοίωση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: лесбійський, лесбіянка, погіршення
Μεταφράσεις: лесбійський, лесбіянка, погіршення