Αλλοίωση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αλλοίωση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ferimento, deterioração, degradação, a deterioração, agravamento, de deterioração
Αλλοίωση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλλοίωση

αλλοίωση τραχήλου, αλλοίωση εγγράφου, αλλοίωση english, αλλοίωση συνώνυμο, αλλοίωση της ελληνικής γλώσσας, αλλοίωση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αλλοίωση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αλληλουχία στα πορτογαλικά - seqüência, sequência, sequência de, sequ�cia, seqüência de
  • αλλιώς στα πορτογαλικά - diverso, outro, mais, diferente, alongar, caso contrário, de outro modo, ...
  • αλλοδαπός στα πορτογαλικά - estranho, estrangeiro, alienígena, estrangeira, estranha
  • αλλοιώνω στα πορτογαλικά - adulterar, corromper, alloiono
Τυχαίες λέξεις
Αλλοίωση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ferimento, deterioração, degradação, a deterioração, agravamento, de deterioração