Εμπιστευτικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: εμπιστευτικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
довірчий, конфіденційний, секретний, конфіденційна, конфіденційну, конфіденційною, конфіденційне
Εμπιστευτικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμπιστευτικός

εμπιστευτικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εμπιστευτικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εμπειρογνώμονας στα ουκρανικά - експертний, експерт, консультант, фахівець, спеціаліст, радник, консультанте
  • εμπειρογνώμων στα ουκρανικά - спеціаліст, експертний, радник, консультанте, експерт, фахівець, консультант
  • εμπιστεύομαι στα ουκρανικά - довіряти, покласти, траст, покладати, довірити, доручення, довіра, ...
  • εμπιστοσύνη στα ουκρανικά - упевненість, довіра, певність, вірити, доручення, самовпевненість, траст, ...
Τυχαίες λέξεις
Εμπιστευτικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: довірчий, конфіденційний, секретний, конфіденційна, конфіденційну, конфіденційною, конфіденційне