Λέξη: ενιαίος
Σχετικές λέξεις: ενιαίος
ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης, ενιαίος φόρος ακινήτων 2014, ενιαίος αριθμός μητρώου οαεε, ενιαίος πίνακας προσδιορισμού ποσοστού αναπηρίας, ενιαίος φορέας εξωστρέφειας, ενιαίος εποπτικός μηχανισμός, ενιαίος φόρος ιδιοκτησίας ακινήτων, ενιαίος φόρος ακινήτων, ενιαίος αριθμός μητρώου, ενιαίος σύλλογος υππο
Συνώνυμα: ενιαίος
ενωμένος, ηνωμένος
Μεταφράσεις: ενιαίος
ενιαίος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
uniform, united, single, independent, a single
ενιαίος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
uniforme, unido, Estados, unida, Unidas, Reino
ενιαίος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einheitlich, gleichförmig, uniform, vereint, vereinigt, einig, vereinten, united
ενιαίος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
uniforme, régulier, unitaire, homogène, égal, uni, unie, Unies
ενιαίος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
divisa, uniforme, unito, unita, Regno, uniti, United
ενιαίος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
uniforme, farda, desenganche, desenganchar, fardamento, unido, Reino, unida, United, unidos
ενιαίος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tenue, uniform, verenigd, Verenigde, United, van verenigde, de verenigde
ενιαίος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
постоянный, обмундировка, единообразие, однородный, однообразный, одинаковый, мундир, равномерный, единообразный, униформа, общепринятый, форменный, единый, Организации Объединенных, Соединенные, единой, единая
ενιαίος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uniform, ensartet, forent, united, forente, samlet, De forente
ενιαίος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enhetlig, uniform, enat, United, enad, enade, enigt
ενιαίος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yhtenäinen, virka-asu, sotilaspuku, univormu, yhdistynyt, united, yhdistyneen
ενιαίος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uniform, United, Forenede, Amerikas Forenede, forenet, Det Forenede
ενιαίος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
uniformní, stejnokroj, uniforma, jednotný, homogenní, rovnoměrný, stejný, stejnoměrný, sjednocený, spojený, united, sjednocená, sjednocené
ενιαίος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jednolity, jednakowy, uniform, umundurowanie, równomierny, mundur, mundurek, identyczny, zjednoczony, united, zjednoczona, zjednoczonej, zjednoczeni
ενιαίος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
változatlan, egyesült, egységes, Amerikai Egyesült, united, egyesített
ενιαίος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
birleşik, Amerika Birleşik, birleşmiş, united, birleşik bir
ενιαίος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
формений, рівномірний, одноманітний, уніформа, єдиний, єдиного
ενιαίος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i bashkuar, bashkuar, United, të bashkuar, e bashkuar
ενιαίος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обединен, единен, Обединеното, обединена, Съединените
ενιαίος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адзіны
ενιαίος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üleüldine, vormirõivad, kõrvakujuline, ühtne, ühendatud, ühinenud, Ameerika, United
ενιαίος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odori, istovrstan, uniforma, jednoobrazan, stalan, sjedinjen, Ujedinjenih, United, Sjedinjene Američke, ujedinjena
ενιαίος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
United, sameinuð, sameinaðir, Sameinuðu, sameinast
ενιαίος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
uniforma, vieningas, Jungtinė, vieninga, Jungtinės Amerikos, vieningi
ενιαίος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uniforma, saliedēts, vienots, Amerikas Savienotās, vienota, vienoti
ενιαίος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Обединетите, обединета, Соединетите, Соединетите Американски, Обединетото
ενιαίος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
uniform, unit, Unite, unită, uniți, united
ενιαίος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
uniforma, united, združena, združeno, enotna, združeni
ενιαίος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
uniforma, zjednotený, jednotný, harmonizovaný, integrovaný, zjednoteného