Μανικέτι στα ουκρανικά
Μετάφραση: μανικέτι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
манжета, вилога, нарукавник, манжету, манжети, манжет
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μανικέτι
μανικέτι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μανικέτι στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μανιασμένος στα ουκρανικά - хворобливий, дужий, шалений, сильний, гарячий, дико
- μανιβέλα στα ουκρανικά - примха, примху, розхитаний, забаганка, згинати, рукоятка, руків'я, ...
- μανιτάρι στα ουκρανικά - каша, гриб
- μανιφέστο στα ουκρανικά - маніфестації, маніфест, Манифест
Τυχαίες λέξεις
Μανικέτι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: манжета, вилога, нарукавник, манжету, манжети, манжет
Μεταφράσεις: манжета, вилога, нарукавник, манжету, манжети, манжет