Λέξη: συνυπάρχω

Σχετικές λέξεις: συνυπάρχω

συνυπάρχω συνώνυμα, συνυπάρχω αγγλικά

Μεταφράσεις: συνυπάρχω

συνυπάρχω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
coexist, coexist with, didn

συνυπάρχω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
coexistir, convivir, coexisten, conviven, coexistan

συνυπάρχω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
koexistieren, nebeneinander, Koexistenz, nebeneinander bestehen, nebeneinander existieren

συνυπάρχω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
coexister, coexistent, cohabiter, coexistence, coexisteront

συνυπάρχω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coesistere, convivere, coesistono, coesistenza, convivono

συνυπάρχω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
conviver, coexistir, coexistem, convivem, coexistência

συνυπάρχω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
naast elkaar bestaan, samenleven, samengaan, naast elkaar, coëxisteren

συνυπάρχω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сосуществовать, сосуществуют, сосуществование, сосуществования, соседствуют

συνυπάρχω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sameksistere, sameksisterer, eksistere, sameksistens, eksistere sammen

συνυπάρχω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
samexistera, samexisterar, existera samtidigt, till samtidigt, existera

συνυπάρχω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
olla yhtä aikaa olemassa, rinnakkain, rinnalla, elää rinnakkain, voimassa rinnakkain

συνυπάρχω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sameksistere, eksistere side om side, side om side, eksistere, eksisterer side om side

συνυπάρχω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
koexistovat, koexistují, existovat vedle sebe, existovat společně, vedle sebe existují

συνυπάρχω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
koegzystować, współistnieć, współżyć, współistnieją, współistnienie

συνυπάρχω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egymás mellett, együtt élni, együtt léteznek

συνυπάρχω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
arada, bir arada, arada var, bir arada var, birarada

συνυπάρχω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
співіснуйте, співіснувати, співіснуватимуть

συνυπάρχω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bashkëjetoj, bashkëjetojnë, të bashkëjetojnë, bashkëekzistojnë, të bashkëjetoj

συνυπάρχω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съществувам съвместно, съществуват заедно, съществува съвместно, съществуват успоредно, да съществува съвместно

συνυπάρχω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
суіснаваць

συνυπάρχω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
eksisteerida, eksisteerivad, koos eksisteerida, eksisteerivad koos, paralleelselt

συνυπάρχω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
koegzistirati, istodobno, koegzistiraju, opstojati zajedno, opstojati, suživot

συνυπάρχω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lifa, lifa saman, að lifa saman, tilheyrt

συνυπάρχω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
koegzistuoti, kartu, egzistuoti kartu, egzistuoti, koegzistavimas

συνυπάρχω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
līdzāspastāvēt, līdzās, pastāvēt līdzās, pastāv līdzās, līdzās pastāv

συνυπάρχω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
коегзистираат, опстанат, да опстанат, да коегзистираат, коегзистира

συνυπάρχω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
coexista, coexistă, coexiste, să coexiste, coexistența

συνυπάρχω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sobivajo, sobivati, soobstajajo, soobstoj, soobstaja

συνυπάρχω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
koexistuje, koexistovať, existovať, existovať súčasne, spolunažívajú, spoločne existovať
Τυχαίες λέξεις