Λέξη: κρεμάλα

Σχετικές λέξεις: κρεμάλα

κρεμάλα online, κρεμάλα στα ελληνικά, κρεμάλα games, κρεμάλα για παιδιά δημοτικού, κρεμάλα download, κρεμάλα παιχνιδια, κρεμάλα english, κρεμάλα παιχνίδι, κρεμάλα με ερωτήσεις, κρεμάλα παιχνίδια για παιδιά

Συνώνυμα: κρεμάλα

θηλιά, βρόχος, θήλεια, παγίδα, αγχόνη

Μεταφράσεις: κρεμάλα

κρεμάλα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gibbet, scaffold, gallows, noose, hangman, the gallows, grind

κρεμάλα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tablado, andamio, horca, patíbulo, andamiaje, horcas, la horca, cadalso

κρεμάλα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
galgen, baugerüst, schafott, gerüst, Galgen, Galgens, gallows, Galgen zu

κρεμάλα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ossature, charpente, scène, potence, carcasse, échafaudage, échafaud, squelette, gibet, pendre, potences, la potence

κρεμάλα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impalcatura, ponteggio, patibolo, forca, forche, gallows, patiboli

κρεμάλα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
forca, patíbulo, cadafalso, gallows, forcas

κρεμάλα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schavot, galg, galgen, gallows, de galg

κρεμάλα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
эшафот, повешение, виселица, плаха, помост, виселицы, виселицу, виселиц

κρεμάλα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skafott, stillas, galge, galgen, galger

κρεμάλα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
schavott, galge, galgen, galgar, påle, pålen

κρεμάλα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lava, hirsipuu, hirsipuuhun, gallows, hirsipuuta, hirsipuun

κρεμάλα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
galge, galgen, galgerne, galger

κρεμάλα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
popraviště, skelet, šibenice, lešení, konstrukce, kostra, oběsit, jeviště, Gallows, šibenici, Šibeniční

κρεμάλα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rusztowanie, szkielet, szubienica, szafot, estrada, gallows, szubienice, szubienicę, szubienicy

κρεμάλα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
állványzat, felakasztás, épületállvány, akasztás, vérpad, akasztófa, akasztófára, akasztófát, akasztófán, akasztófák

κρεμάλα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
darağacı, gallows, darağacını, darağacında, asarak idam etme

κρεμάλα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
повішання, соболиний, плаха, шибениця, повішення, шибеницю

κρεμάλα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
varje, ngritur një trekëmbësh, është ngritur një trekëmbësh, trekëmbësh, trekëmbëshi

κρεμάλα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
леса, бесилка, бесило, бесилката, бесилки

κρεμάλα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шыбеніца

κρεμάλα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tapalava, telling, võllas, traallookade, puusse, võllast, võlla

κρεμάλα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vješanje, podij, vješala, stratište, tribina, skele, gubilište

κρεμάλα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gálga, GALLOWS

κρεμάλα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kartuvės, kartuves, nedorėlis, Niūri, Karātavas

κρεμάλα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
karātavas, Karātavu, Gallows

κρεμάλα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бесилка, бесилки, бесилката

κρεμάλα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spânzurătoare, spânzurători, macabru, spînzurătoare, furci

κρεμάλα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vislice, vješala

κρεμάλα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lešení, šibenice, šibenica, šibenicou

Στατιστικά δημοτικότητας: κρεμάλα

Τυχαίες λέξεις