Σαμποτάρω στα ουκρανικά
Μετάφραση: σαμποτάρω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
саботаж, саботувати, диверсія
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σαμποτάρω
σαμποτάρω συνώνυμο, σαμποτάρω συνώνυμα, σαμποτάρω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σαμποτάρω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σαμούρι στα ουκρανικά - сатана, соболь, траурний, жалобний, Газель
- σαμπάνια στα ουκρανικά - шампанське, шампанское
- σαμπουάν στα ουκρανικά - шампунь
- σαν στα ουκρανικά - тому, принадний, бо, коли, оскільки, як, хвости, ...
Τυχαίες λέξεις
Σαμποτάρω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: саботаж, саботувати, диверсія
Μεταφράσεις: саботаж, саботувати, диверсія