Λέξη: κουβέρτα

Σχετικές λέξεις: κουβέρτα

κουβέρτα αλουμινίου, κουβέρτα με μανίκια, κουβέρτα ονειροκρίτης, κουβέρτα βελονάκι, κουβέρτα αγκαλιάς, κουβέρτα fleece, κουβέρτα με βελονάκι, κουβέρτα πικέ, κουβέρτα επιβίωσης, κουβέρτα πικέ μωρού, ηλεκτρική κουβέρτα

Συνώνυμα: κουβέρτα

πάπλωμα, κλινοσκέπασμα, τσόχα

Μεταφράσεις: κουβέρτα

κουβέρτα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blanket, coverlet, rug, a blanket, of blanket

κουβέρτα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
frazada, manta, manta de, general, cobija, la manta

κουβέρτα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
enzyklopädisch, decke, pauschal, bettdecke, plane, tuch, Decke, blanket, Tuch, Gummituch

κουβέρτα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
revêtement, couverture, housse, blanchet, générale, une couverture, couverture de

κουβέρτα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coperta, coltre, coperta di, coperte, una coperta

κουβέρτα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
coberta, cobertor, colcha, manta, cobertura, cobertor de, manto

κουβέρτα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
deken, dekentje, een deken, dekens

κουβέρτα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чепрак, пелена, одеяло, покрывало, попона, одеяла, одеялом

κουβέρτα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
teppe, ullteppe, teppet, pledd, avtale

κουβέρτα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
filt, filten, täcke, ramavtal

κουβέρτα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huopa, verho, hevosloimi, peite, sänkyhuopa, loimi, viltti, peitto, peiton, peitteen

κουβέρτα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tæppe, tæppet, rammekøbsordre, generel

κουβέρτα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
houně, deka, potah, přikrývka, plošné, deku, paušální

κουβέρτα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
koc, derka, zasłona, pokrywa, kocyk, pokrycie, zbiorcze, blanket, kocem

κουβέρτα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pokróc, takaró, takarót, általános, takaróval

κουβέρτα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
battaniye, blanket, örtüsü, battaniyesi, örtü

κουβέρτα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
покривало, покривати, ковдра, попона, ковдру, ковдри

κουβέρτα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kuvertë, batanija, batanije, batanije të, jorgan, i përgjithshëm

κουβέρτα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
одеяло, одеало, одеялото, одеяла

κουβέρτα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
коўдру, коўдра, одеяло

κουβέρτα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tekk, vaip, üldine, teki, koondtellimuse, blanket

κουβέρτα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prekrivač, gunj, pokrivač, deka, deku, dekom

κουβέρτα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sæng, teppi, teppið, ábreiðuflíkin, og teppi

κουβέρτα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vestis

κουβέρτα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
antklodė, antklodės, visuotinė, visiškas, apklotas

κουβέρτα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sega, segu, segas, vispārēja, vispārējais

κουβέρτα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ќебе, ќебето, сеопфатното, покривка

κουβέρτα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pătură, patura, pătură de, pătura, perna de

κουβέρτα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odejo, odeja, blanket, odeje, Splošna

κουβέρτα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
deka

Στατιστικά δημοτικότητας: κουβέρτα

Τυχαίες λέξεις