Λέξη: τιμολόγιο

Σχετικές λέξεις: τιμολόγιο

τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, τιμολόγιο ευδαπ, τιμολόγιο δεη 2014, τιμολόγιο λήψης υπηρεσιών, τιμολόγιο δεη, τιμολόγιο αγοράς από ιδιώτη, τιμολόγιο ελτα, τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών 2014, τιμολόγιο δεη γ1, τιμολόγιο επιχορηγήσεων, κοινωνικό τιμολόγιο, δεη κοινωνικό τιμολόγιο, νυχτερινό τιμολόγιο, νυχτερινό τιμολόγιο δεη, κοινωνικό οικιακό τιμολόγιο

Συνώνυμα: τιμολόγιο

νομοσχέδιο, λογαριασμός, ράμφος πτηνού, επίσημο έγγραφο, πρόγραμμα, μπίλ

Μεταφράσεις: τιμολόγιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tariff, invoice, bill, an invoice, the invoice
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
arancel, tarifa, factura, la factura, factura de, facturas, de factura
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tariflich, zoll, abgabe, tarif, gebühr, Rechnung, Rechnungs, der Rechnung, Rechnungen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
droit, douane, tarifaire, tarif, facture, la facture, factures, facturation, facturer
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dazio, tariffa, fattura, su fattura, della fattura, fatture, fattura di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tarifas, fatura, factura, na factura, nota fiscal, da fatura
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tarief, factuur, rekening, factuurdatum, de factuur, facturen
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пошлина, расценка, тариф, счет-фактура, счет, счета, фактура
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
toll, tariff, avgift, takst, faktura, fakturaen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tariff, taxa, faktura, fakturan
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hinta-asteikko, maksutaulukko, tullimaksu, tuontivero, tulli, lasku, laskun, laskussa, kauppalaskuilmoituksen, laskua
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
faktura, fakturaen, fakturaerklæringen, regning
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sazba, clo, sazebník, faktura, faktuře, faktury, fakturu, na faktuře
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cło, taryfa, taryfikator, taryfowanie, faktura, fakturze, faktury, na fakturze, fakturę
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ártáblázat, árlista, árszabás, tarifa, számla, számlát, számlán, számlával, számlanyilatkozatot
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
fatura, faturası, faturanın, bir fatura
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тарифний, розцінка, тариф, рахунок, допомогою
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
faturë, fatura, faturës, fature, e faturës
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тарифа, фактура, фактурата, върху фактура, фактури
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рахунак-
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
toll, arve, kaubaarve, arvel, arvele, arvet
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
carina, tarifne, cijena, taksa, tarifa, faktura, dostavnica, fakture, Račun, fakturu
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Reikningar, Reikningar þjónustuveitunnar, reikningur, innheimtuseðill, reikningi
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
muitas, faktūra, sąskaita faktūra, sąskaitoje faktūroje, sąskaitą faktūrą, Sąskaitos faktūros
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tarifs, nodoklis, nodeva, pavadzīme, rēķins, rēķinu, Faktūras, faktūrrēķins
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фактурата, фактура, на фактурата, на фактура, фактура за
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
factură, factura, facturii, pe factură, facturi
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tarif, ceník, račun, računu, faktura, račun za, na računu
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
faktúra, faktúry, faktúru, faktúrou

Στατιστικά δημοτικότητας: τιμολόγιο

Τυχαίες λέξεις