Τρεμούλα στα ουκρανικά
Μετάφραση: τρεμούλα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
непокоєння, двигтіння, неспокій, озноб
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρεμούλα
εσωτερική τρεμούλα, τρεμούλα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τρεμούλα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τρεμουλιάζω στα ουκρανικά - звільнення, тремтіти, дрижати, тремтітиме
- τρεμοφέγγω στα ουκρανικά - блимніть, мерехтливі, Мерцающие, Мерехтливий, мерехтять, що мерехтять
- τρεμούλιασμα στα ουκρανικά - поштовхи, дрож, тріпотливий, тремтіння, страх, струс, трепет, ...
- τριάδα στα ουκρανικά - трійця, троє, тройка, тріо, трійка, три, тріада, ...
Τυχαίες λέξεις
Τρεμούλα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: непокоєння, двигтіння, неспокій, озноб
Μεταφράσεις: непокоєння, двигтіння, неспокій, озноб