Λέξη: γνωρίζω
Σχετικές λέξεις: γνωρίζω
γνωρίζω συνώνυμα, γνωρίζω τους αριθμούς ως το 100.000, γνωρίζω το μαγικό κόσμο του θεάτρου και του κινηματογράφου, γνωρίζω το σώμα μου α δημοτικού, γνωρίζω το μέτρο, γνωρίζω την πόλη μου, γνωρίζω την ελλάδα, γνωρίζω μιλάω αλλάζω, γνωρίζω συνώνυμο, γνωρίζω την ευρώπη
Συνώνυμα: γνωρίζω
ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα, κάνω γνωστό, γνωστοποιώ
Μεταφράσεις: γνωρίζω
γνωρίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
know, acquaint, I know, knowledge, aware, I am aware
γνωρίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conocer, familiarizar, enterar, saber, reconocer, presentar, gratuitamente, sabe, sé
γνωρίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vorstellen, können, wissen, kennen, weiß
γνωρίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
connaissent, connaître, su, connais, sachez, sache, connaissons, savons, présenter, savent, introduire, connaissez, informer, prévenir, savoir, aviser, sais, savez
γνωρίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conoscere, presentare, notificare, sapere, riconoscere, so, sa, saperne
γνωρίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
saiba, conhecer, introduzir, nó, apresentar, saber, ver, entender, sabe, sei, sabem
γνωρίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitvoeren, invoeren, presenteren, steken, indienen, aanbieden, binnenleiden, voorstellen, kennen, vertonen, spelen, introduceren, weten, weet, jij, kent
γνωρίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изведать, познакомить, уметь, сообщать, извещать, испытывать, знакомить, ознакомлять, ведать, знать, знаю, знаете, знаем
γνωρίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kunne, presentere, vet, vite, kjenner, kjenne, kjent
γνωρίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
känna, veta, vet, känner, vet att
γνωρίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tutustuttaa, osata, tunnistaa, tietää, tuntea, esitellä, tiedä, tietävät, tiedämme
γνωρίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vide, præsentere, kende, kender, ved
γνωρίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
umět, dovést, vědět, obeznámit, informovat, poznat, uvést, znát, vědění, vím, víte
γνωρίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zapoznać, zaznajamiać, znać, zaznajomić, dowiedzieć, zapoznawać, donieść, wiedzieć, zawiadamiać, umieć, poznać, poznawać, wiem, wiesz
γνωρίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tud, tudom, tudni
γνωρίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tanıştırmak, bilmek, biliyorum, biliyor, biliyoruz, biliyorsun
γνωρίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
познайомте, скрутний, вузлуватий, сповіщати, складний, ознайомлювати, познайомити, знати, знать, цікаво
γνωρίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
di, njoh, dini, e di, dinë, e dini
γνωρίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зная, знака, познавам, знам, знаете, знаем
γνωρίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ведаць, шляхта, знать, знаць
γνωρίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tundma, teadma, tutvustama, tea, tean
γνωρίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
poznavati, znao, znati, znaš, saznati, upoznati, znam, znate, znaju, znamo
γνωρίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vita, kunna, þekkja, veit, vitum, veist, að vita
γνωρίζω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sapio
γνωρίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
supažindinti, mokėti, žinoti, žinome, žinau
γνωρίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zināt, zinām, zinu, zina
γνωρίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
знам, знаете, знае, знаеш, знаат
γνωρίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ti, ști, cunoaște, știu, stiti, știi
γνωρίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poznati, znát, vedeti, vedo
γνωρίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vedieť
Στατιστικά δημοτικότητας: γνωρίζω
Τυχαίες λέξεις