Αδράνεια στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αδράνεια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estupor, inércia, de inércia, a inércia, da inércia
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αδράνεια
αδράνεια μήτρας, αδράνεια επιχείρησης, αδράνεια εντέρου, αδράνεια φυσική, αδράνεια ατομικής επιχείρησης, αδράνεια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αδράνεια στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αδιαφορία στα πορτογαλικά - indolência, apatia, langor, indiferença, a indiferença, de indiferença, da indiferença, ...
- αδικία στα πορτογαλικά - injustiça, a injustiça, injustiças, da injustiça
- αδρανής στα πορτογαλικά - vão, inerte, inativo, inativa, inactivo, inativos, inactiva
- αδρός στα πορτογαλικά - grosseiro, grossa, grosseiros, grosseira, grosso
Τυχαίες λέξεις
Αδράνεια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: estupor, inércia, de inércia, a inércia, da inércia
Μεταφράσεις: estupor, inércia, de inércia, a inércia, da inércia