Ανταπόκριση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανταπόκριση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ligação, conexão, correspondência, a correspondência, de correspondência, correspondências
Ανταπόκριση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανταπόκριση

ανταπόκριση στην παρέμβαση, ανταπόκριση συνώνυμα, ανταπόκριση ετυμολογία, ανταπόκριση στη διδασκαλία, ανταπόκριση λεξικό, ανταπόκριση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανταπόκριση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ανταποκρινόμενος στα πορτογαλικά - resposta, de resposta, resposta de, a resposta, respostas
  • ανταπόδοση στα πορτογαλικά - vingança, retribuição, reciprocidade, reciprocation, movimento alternativo, vaivém
  • αντεκδίκηση στα πορτογαλικά - vingança, retaliação, represália, represálias, retaliações, a retaliação
  • αντεπίθεση στα πορτογαλικά - rebentar, falha, pausa, brecha, rasgar, romper, fenda, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανταπόκριση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ligação, conexão, correspondência, a correspondência, de correspondência, correspondências