Αποδοχή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αποδοχή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aceitação, acolhida, acolhimento, admissão, na aceitação, a aceitação, de aceitação
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποδοχή
αποδοχή δωρεάς, αποδοχή μισθωτηρίου, αποδοχή κληρονομιάς διαδικασία, αποδοχή κληρονομιάς, αποδοχή επ ωφελεία απογραφής, αποδοχή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποδοχή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αποδοτικότητα στα πορτογαλικά - eficiência, eficácia, a eficiência, eficiência de, da eficiência
- αποδοχές στα πορτογαλικά - salário, lucros, lucro, ordenado, pagamento, vantagem, proveito, ...
- αποδυναμώνομαι στα πορτογαλικά - fraco, enfraqueça-se, enfraquecer, débil, empobrecer, empobrece, empobrecê, ...
- αποδυναμώνω στα πορτογαλικά - fraco, enfraquecer, débil, enfraqueça-se, empobrecer, empobrece, empobrecê, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποδοχή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aceitação, acolhida, acolhimento, admissão, na aceitação, a aceitação, de aceitação
Μεταφράσεις: aceitação, acolhida, acolhimento, admissão, na aceitação, a aceitação, de aceitação