Λέξη: καινούριος

Σχετικές λέξεις: καινούριος

καινούριος πλανήτης, καινούριος ή καινούργιος, καινούριος αγρότης, καινούριοσ χρόνοσ πάλι ξημερώνει, καινούριος ανασχηματισμός κυβέρνησης, καινούργιος συνώνυμα, καινούριος καινούργιος, καινούριος ιός

Μεταφράσεις: καινούριος

καινούριος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
new, freshman, New

καινούριος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nuevo, reciente, estudiante de primer año, primer año, de primer año, novato, freshman

καινούριος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
neuen, neu, neuer, neues, neue, Student im ersten Jahr, Freshman, Neuling, Erstsemester

καινούριος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
récent, frais, nouveau, neuf, étudiant de première année, première année, freshman, recrue, de première année

καινούριος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nuovo, moderno, novello, matricola, di matricola, freshman, da matricola, matricole

καινούριος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
novo, embora, contudo, calouro, caloiro, do caloiro, caloura, de calouro

καινούριος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nieuw, opkomend, groentje, eerstejaars, eerstejaarsstudent, freshman, eerstejaarsstudentjaar

καινούριος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
непривыкший, молодой, свежий, иной, новый, современный, новорожденный, ненадеванный, незнакомый, обновленный, другой, первокурсник, новичка, новичком, первом курсе, первокурсница

καινούριος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fersk, ny, freshman, førsteårsstudent, student

καινούριος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ny, recentior, förstaårselev, nybörjare, freshman, freshmanen

καινούριος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
uusi, uutuus, fuksi, freshman, Opiskelen, lukuvuoden, keltanokka

καινούριος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ny, freshman, Russer, iagtagere, førsteårsstuderende

καινούριος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čerstvý, nedávný, mladý, nový, student prvního ročníku, prváku, prvák, nováček, prváka

καινούριος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
noworoczny, nowy, świeży, nowatorski, inny, student pierwszego roku, studiów, freshman, studentem pierwszego roku, Nowicjusz

καινούριος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
újonc, elsőéves, gólya, freshman, legrosszabbul

καινούριος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yeni, taze, birinci sınıf öğrencisi, birinci, birinci sınıf, çaylak, freshman

καινούριος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
новітній, замолодий, свіжий, молодою, незвичний, першокурсник, першокурснику, який першокурсник

καινούριος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ri, fillestar, studente, student i vitit të parë

καινούριος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
новак, първокурсник, първокурсничка, първокурсници, първокурсниците

καινούριος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
новы, дзевяць, першакурснік

καινούριος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uus, uustulnuk

καινούριος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
novi, mlad, nove, nov, novo, posljednji, brucoš, brucošica, prva godina, studentica prve godine

καινούριος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ferskur, FRESHMAN

καινούριος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
novus

καινούριος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pirmakursis, naujokas, Naujas mokinys, naujokė

καινούριος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jauns, pirmkursnieks, jauns skolēns

καινούριος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Новак, бруцош, бруцоши

καινούριος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nou, student în anul întâi, boboc, anul întâi, de boboc, boboc de

καινούριος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nov, novinec, brucka, bruc, Brucoš, prvem letniku

καινούριος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čerstvý, nový, študent, student, študentom
Τυχαίες λέξεις