Βαρετός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: βαρετός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
obtuso, enfadonho, duque, perfuração, aborrecido, cansativo, fastidioso, cansativa, cansativas, tiresome
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαρετός
είμαι βαρετός, βαρετός συνώνυμα, βαρετός αντίθετα, βαρετός αντώνυμο, βαρετός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βαρετός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- βαρελότο στα πορτογαλικά - petardo, petard, o petard
- βαρεμάρα στα πορτογαλικά - tédio, o tédio, aborrecimento, enfado, boredom
- βαριά στα πορτογαλικά - pesadamente, fortemente, muito, altamente, bastante
- βαρυσήμαντος στα πορτογαλικά - pesado, importante, peso, pesada, de peso
Τυχαίες λέξεις
Βαρετός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: obtuso, enfadonho, duque, perfuração, aborrecido, cansativo, fastidioso, cansativa, cansativas, tiresome
Μεταφράσεις: obtuso, enfadonho, duque, perfuração, aborrecido, cansativo, fastidioso, cansativa, cansativas, tiresome