Λέξη: γνωστοποιώ
Σχετικές λέξεις: γνωστοποιώ
γνωστοποιώ στα αγγλικά, γνωστοποιώ συνώνυμο, γνωστοποιώ english, γνωστοποιώ συνώνυμα, σας γνωστοποιώ, γνωστοποιώ αντιθετο
Συνώνυμα: γνωστοποιώ
ειδοποιώ, κοινοποιώ, κάνω γνωστό, γνωρίζω
Μεταφράσεις: γνωστοποιώ
γνωστοποιώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
notify, apprise, acquaint, acknowledge, hereby give, INFORM
γνωστοποιώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
participar, intimar, anunciar, avisar, noticiar, notificar, notificará, notificar a, notificará a, notifique
γνωστοποιώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
melden, benachrichtigen, unterrichten, mitteilen, benachrichtigt
γνωστοποιώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
notifier, intimer, dénoncer, afficher, notifiez, signaler, signifier, annoncer, déclarer, notifions, notifient, renseigner, prévenir, communiquer, aviser, informer, notifie, avertir
γνωστοποιώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
informare, avvisare, notificare, dichiarare, notifica, notificano, comunicano, comunicare
γνωστοποιώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
notificação, noticiar, notificar, notificará, comunicar, avisar, notificarão
γνωστοποιώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanschrijven, bekendmaken, aankondigen, adviseren, verwittigen, in kennis, melden, hoogte, de hoogte
γνωστοποιώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уведомлять, объявлять, нотифицировать, осведомлять, провозглашать, уведомить, оповестить, извещать, оповещать, предупредить, известить, регистрировать, уведомляет
γνωστοποιώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
underrette, varsle, melde, rette, informere
γνωστοποιώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillkännage, meddela, anmäla, underrätta, rätta, informera
γνωστοποιώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
huomauttaa, tiedottaa, ilmoittaa, ilmoitettava, ilmoittamaan, tiedoksi, ilmoittavat
γνωστοποιώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
anmelde, underrette, meddele, meddeler, underretter
γνωστοποιώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyrozumět, avizovat, informovat, oznámit, ohlásit, hlásit, sdělit, uvědomit, oznámí, uvědomí, sdělí
γνωστοποιώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
awizować, powiadamiać, zawiadomić, ogłaszać, zaawizować, informować, powiadomić, notyfikować, oznajmiać, poinformować, zawiadamiać, obwieścić, zgłaszać, powiadamiają, powiadamia
γνωστοποιώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
értesít, értesíti, értesítik, értesíteni, értesítenie
γνωστοποιώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bildirmek, haberdar, haber, bildirir, bildirimde
γνωστοποιώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
оголошувати, сповістіть, сповіщати, повідомте, сповістити, повідомляти
γνωστοποιώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lajmëroj, njoftoj, njoftojë, të njoftojë, njoftojnë, të njoftojnë
γνωστοποιώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
уведомява, уведоми, уведомяват, нотифицира, нотифицират
γνωστοποιώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абвяшчаць, апавяшчаць, паведамляць, інфармаваць, паведамляюць, апавясціць
γνωστοποιώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
informeerima, teatama, nõustama, teatavad, teavitab, teatab, teatada
γνωστοποιώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obavijestiti, priopćiti, prijaviti, obavještavati, izvijestiti, obavijesti, obavijestite, obavijestit
γνωστοποιώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tilkynna, að tilkynna, láta, tilkynna það, tilkynnt
γνωστοποιώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pranešti, praneša, įspėti prieš, apie, praneša apie
γνωστοποιώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
paziņot, informēt, paziņo, informē, ziņo
γνωστοποιώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
известат, извести, да го извести, го извести, известува
γνωστοποιώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
notifica, notifică, notifice, informează, comunică
γνωστοποιώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obvesti, obvestiti, obvestijo, uradno, sporoči
γνωστοποιώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
oznámiť, informovať, oznámi, oznamovať, oznámia
Τυχαίες λέξεις