Διορατικότητα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διορατικότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
introspecção, perspicácia, discernimento, visão, percepção
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διορατικότητα
διορατικότητα στα αγγλικα, διορατικότητα συνώνυμα, διορατικότητα τι σημαινει, διορατικότητα english, διορατικότητα σημασία, διορατικότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διορατικότητα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διορίζω στα πορτογαλικά - aponte, atribua, designar, barulhento, deputar, Depute, delegar
- διορατικός στα πορτογαλικά - perspicaz, perspicazes, perspicacious, perspicácia
- διοργάνωση στα πορτογαλικά - organização, organização de, empresa, organizações, organização do
- διορθώνω στα πορτογαλικά - corretor, corrigir, admoestar, correcto, justamente, exactamente, afinado, ...
Τυχαίες λέξεις
Διορατικότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: introspecção, perspicácia, discernimento, visão, percepção
Μεταφράσεις: introspecção, perspicácia, discernimento, visão, percepção