Εκλέξιμος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εκλέξιμος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
elegível, elegíveis, beneficiar, direito
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκλέξιμος
εκλέξιμος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εκλέξιμος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εκκρεμότητα στα πορτογαλικά - inatividade temporária, pendência
- εκλέγω στα πορτογαλικά - eleger, optar, eleja, nomear, escolher, idoso, designar, ...
- εκλειπτική στα πορτογαλικά - eclíptica, ecliptic, eclíptico, elíptica, da eclíptica
- εκλεκτικός στα πορτογαλικά - seletivo, selectiva, seletiva, selectivo, selectivos
Τυχαίες λέξεις
Εκλέξιμος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: elegível, elegíveis, beneficiar, direito
Μεταφράσεις: elegível, elegíveis, beneficiar, direito