Λέξη: αυτάρκης
Σχετικές λέξεις: αυτάρκης
είμαι αυτάρκης, αυτάρκης λεξικό, αυτάρκης ορισμός, αυτάρκης κλίση, αυτάρκης αγγλικά, αυτάρκης αύταρκες, αυτάρκης συνώνυμο, αυτάρκης τι σημαίνει
Συνώνυμα: αυτάρκης
εγκρατής, μη χρειαζόμενος βοήθεια
Μεταφράσεις: αυτάρκης
αυτάρκης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
self-sufficient, autarkic, self sufficient, self reliant
αυτάρκης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
autosuficiente, autosuficientes, autosuficiencia, la autosuficiencia, independiente
αυτάρκης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
selbstständig, selbständig, autark, autarke, autarken
αυτάρκης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
indépendant, autarcique, autosuffisant, autonome, autonomes, autosuffisante, autosuffisance
αυτάρκης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
autosufficiente, autosufficienti, autosufficienza, l'autosufficienza
αυτάρκης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
auto-suficiente, autossuficiente, autossuficientes, autosuficiente
αυτάρκης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
autarkisch, zelfgenoegzaam, zelfvoorzienend, zelfvoorzienende, zelfstandig
αυτάρκης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
самодовлеющий, независимый, автаркический, самостоятельный, самонадеянный, самодостаточным, самодостаточной, самодостаточными, самодостаточный
αυτάρκης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
selvforsynt, selvforsynte, selvforsynt med, selvhjulpne, selvhjulpen
αυτάρκης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
självförsörjande, självförsörjande på, är självförsörjande, självständig, självförsörjning
αυτάρκης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
itseriittoinen, omavarainen, omavaraisia, omavaraiseksi, omavaraisuus
αυτάρκης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
selvforsynende, selvforsynende med, selv at, selvforsørgende, er selvforsynende
αυτάρκης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
soběstačný, soběstačná, soběstačné, soběstační, soběstačnosti
αυτάρκης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niezależny, samowystarczalny, samowystarczalne, samowystarczalna, samowystarczalności, samowystarczalni
αυτάρκης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
önellátó, önálló, önellátóvá, önellátóak, önfenntartó
αυτάρκης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kendi kendine yeten, kendine yeterli, kendi kendine yeterli, kendine yeten, kendi kendine yetebilen
αυτάρκης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
самостійний, сам-достатній, самовпевнений, самостійна
αυτάρκης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pavarur, e vetëmjaftueshme
αυτάρκης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
самостоятелен, независим, самодостатъчна, самостоятелна, самозадоволява
αυτάρκης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
самастойны, самастойная
αυτάρκης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
iseseisev, naturaalmajanduslik, isemajandav, iseseisvaks, isemajandavad, endaga ise toime
αυτάρκης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
autonomni, samodovoljan, samodostatan, samodostatna, samodostatni, samodostatne
αυτάρκης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sjálfbær, sjálfum sér nóg, sjálfum sér nógur, sjálfbjarga, sjálfu sér nægt
αυτάρκης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
savarankiškas, savarankiški, ekonomiškai nepriklausoma, savarankiškos, savarankiška
αυτάρκης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pašapmierināts, patstāvīgs, pašpietiekama, saimnieciski patstāvīgai, pašpietiekams
αυτάρκης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
самодоволна, самоодржливи, самодоволни, самодоволен
αυτάρκης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
auto-suficiente, autosuficientă, autosuficient, autonomă
αυτάρκης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
samozadostna, samozadostni, samozadosten, samozadostne, samozadostnost
αυτάρκης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sebestačný
Τυχαίες λέξεις