Λέξη: πανοπλία
Σχετικές λέξεις: πανοπλία
βυζαντινή πανοπλία, πανοπλία δογματική, πανοπλία ονειροκρίτης, πανοπλία του χριστιανού, μεσαιωνική πανοπλία, πανοπλία του υδροχόου, πανοπλία ιππότη, πανοπλία δενδρών, πανοπλία αγγλικα, πανοπλία ετυμολογία
Συνώνυμα: πανοπλία
ταχυδρομείο, θώρακας, αλληλογραφία, θωράκιση, οπλισμός, οπλοστάσιο, στρατών, οπλοποιείο
Μεταφράσεις: πανοπλία
πανοπλία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
armour, armor, panoply, equipment, array
πανοπλία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
armadura, armaduras, la armadura, blindaje, armadura de
πανοπλία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rüstung, panzer, Rüstung, Panzer, Rüstungen, Rüstungs, Panzerung
πανοπλία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
blindez, barde, armure, blindent, blinder, blindons, cuirass., armures, blindage, l'armure, une armure
πανοπλία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corazza, armatura, armature, un'armatura, l'armatura
πανοπλία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
armadura, armaduras, armor, armadura de, blindagem
πανοπλία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
harnas, kuras, bepantsering, pantser, wapenrusting, armor
πανοπλία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
доспехи, броня, латы, скафандр, кольчуга, вооружение, доспех, брони
πανοπλία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rustning, rustninger, rustn, rustningen, panser
πανοπλία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rustning, pansar, rustningar, armor
πανοπλία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haarniska, sotisopa, panssari, panssareidesi, armor, panssarin
πανοπλία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rustning, panser, rustninger, armor, armering
πανοπλία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pancíř, brnění, kování, krunýř, zbroj, obrněné jednotky, obrněné
πανοπλία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pancerz, opancerzenie, zbroja, opancerzyć, zbroi, pancerza
πανοπλία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
páncél, páncélja, páncélt, páncélzat, armor
πανοπλία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zırh, zırhı, armor, zırhlı, armour
πανοπλία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
броня, озброєння, кольчуга, панцир, скафандр, броню
πανοπλία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
forca të blinduara, forca të blinduara të, shqyrtari, armaturën, parzmore
πανοπλία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
броня, битка, брони, доспехи, бронята
πανοπλία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
браня, броня
πανοπλία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
soomustama, soomus, raudrüü, armor, vestid, veste
πανοπλία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oklop, oružje, oklopa, oklopne, oklopi
πανοπλία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brynja, herklæði, Armor, hlífar, skjöldur
πανοπλία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šarvai, šarvų, apsišarvavimas, šarvas, Nutrink nuo daiktų
πανοπλία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bruņas, bruņu, Armor, armour
πανοπλία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
оклоп, оклопот, оклопи, оружјето, оружје
πανοπλία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
armură, armurii, armura, armuri, armele
πανοπλία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
oklep, armor, armour, jopiči, zaščitna obloga
πανοπλία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zbroj, brnenie, brnenia, brnení, vybavenia, mravčenie