Κονταίνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κονταίνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abreviar, falta, acanhar, encurtar, reduzir, diminuir, encurtar a
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κονταίνω
κονταίνω κλίση, κονταίνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κονταίνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κοντά στα πορτογαλικά - cerrar, marinha, fechar, acercar, próximo, fim, perto, ...
- κοντάρι στα πορτογαλικά - pau, haste, vara, verga, estaca, foguete, pólo, ...
- κοντινός στα πορτογαλικά - próximo, perto, junto, contíguo, abeirar, apenso, acercar, ...
- κοντολογίς στα πορτογαλικά - em resumo, em suma, enfim, no short, em síntese
Τυχαίες λέξεις
Κονταίνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: abreviar, falta, acanhar, encurtar, reduzir, diminuir, encurtar a
Μεταφράσεις: abreviar, falta, acanhar, encurtar, reduzir, diminuir, encurtar a