Λέξη: ύστατος

Σχετικές λέξεις: ύστατος

ύστατος σημασία, ύστατος λεξικο, ύστατοσ οβολόσ

Συνώνυμα: ύστατος

τελικός, τελευταίος, έσχατος

Μεταφράσεις: ύστατος

ύστατος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ultimate, last resort, of last resort

ύστατος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
final, último, última, definitiva, máxima

ύστατος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
endgültig, ultimaten, ultimativ, letzter, letzte, höchste, äußerste, oberste, ultimative

ύστατος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
essentiel, constitutif, élémentaire, final, suprême, fondamental, foncier, définitif, cardinal, dernier, rudimentaire, principal, ultime, finale, ultime de

ύστατος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
finale, basilare, ultimo, definitivo, ultima, massimo, definitiva

ύστατος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
final, derradeiro, último, última, definitiva

ύστατος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
definitief, uiteindelijke, ultieme, ultiem, uiteindelijk, de ultieme

ύστατος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
концевой, первичный, последний, элементарный, окончательный, основной, максимальный, предельный, конечной, конечная, конечный

ύστατος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
endelig, sist, ultimate, endelige, optimale, optimal

ύστατος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slutgiltig, ultimata, ultimat, slutliga, yttersta, slutgiltiga

ύστατος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
äärimmäinen, lopullinen, viimeinen, perustava, perimmäinen, viime kädessä, perimmäisenä, lopullisena

ύστατος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ultimativ, ultimative, endelige, sidste ende

ύστατος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hlavní, definitivní, základní, konečný, poslední, konečným, konečná, maximální

ύστατος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ostateczny, podstawowy, zasadniczy, najwyższy, ostatecznym, ostateczna, ostateczną

ύστατος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
végső, tökéletes, a végső, végleges, legfőbb

ύστατος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
nihai, son, mükemmel, ultimate, üstün

ύστατος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
основної, первинний, основний, максимальний, остаточний, остаточну, кінцевий, остаточного

ύστατος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i fundit, final, fundit, përfundimtar, përfundimtare

ύστατος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
последен, краен, крайната, крайния, крайна

ύστατος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
канчатковы, канчатковую, канчатковая

ύστατος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõplik, viimane, ülim, lõpliku, ultimate

ύστατος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osnovni, krajnju, krajnji, konačan, posljednji, konačni, krajnja, konačna

ύστατος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fullkominn, Endanlegt, endanlega, Ultimate

ύστατος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagrindinis, galutinis, galutinė, galutiniam, svarbiausias

ύστατος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
galīgais, galīgā, galvenais, gala, galīgo

ύστατος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
крајната, крајна, крајниот, врвен, крајните

ύστατος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ultim, final, finală, suprem, ultimă

ύστατος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ultimate, končni, zadnji, končno, končna

ύστατος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poslední, konečný, konečné, konečného, konečným, koncový
Τυχαίες λέξεις