Σχεδιαστής στα πορτογαλικά
Μετάφραση: σχεδιαστής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arquitecto, desenhista, estilista, Designer, desenhador, designer de
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σχεδιαστής
σχεδιαστής κουζίνας, σχεδιαστής κουζίνας ικεα, σχεδιαστής μόδας, σχεδιαστής παπουτσιών, σχεδιαστής ιστοσελίδων, σχεδιαστής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σχεδιαστής στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- σχεδιάζω στα πορτογαλικά - planos, planície, chã, projecto, traçado, intenção, planejar, ...
- σχεδιασμός στα πορτογαλικά - plano, planta, planificar, padrão, esboço, posição, intenção, ...
- σχεδόν στα πορτογαλικά - quase, praticamente, quase que
- σχετίζομαι στα πορτογαλικά - relacionar-se, relatar, referir, relacionar, relacionam
Τυχαίες λέξεις
Σχεδιαστής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: arquitecto, desenhista, estilista, Designer, desenhador, designer de
Μεταφράσεις: arquitecto, desenhista, estilista, Designer, desenhador, designer de