Λέξη: στρατάρχης

Σχετικές λέξεις: στρατάρχης

στρατάρχης παπάγος, στρατάρχης τίτο, στρατάρχησ ρόμελ, στρατάρχης φον πάουλους, στρατάρχης χάρντινγκ, στρατάρχης τιμοσένκο, στρατάρχης φος, στρατάρχης πεταίν, στρατάρχης του ναπολέοντα, στρατάρχης ζούκοφ

Μεταφράσεις: στρατάρχης

στρατάρχης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
marshal, field marhal, Marshal, Field Marshal, Marshal of

στρατάρχης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ordenar, mariscal, campo, ámbito, campo de, terreno, de campo

στρατάρχης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
feuerwehrhauptmann, gerichtsvollzieher, marschall, polizeidirektor, Feld, Bereich, Gebiet

στρατάρχης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
maréchal, aligner, ranger, disposer, grouper, champ, domaine, terrain, domaine de, matière

στρατάρχης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
maresciallo, campo, settore, campo di, materia, di campo

στρατάρχης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
campo, campo de, domínio, campos, área

στρατάρχης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veld, gebied, akker, terrein, gebied van

στρατάρχης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обер-церемониймейстер, маршал, поле, поля, полем, полевой

στρατάρχης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
marskalk, feltet, felt

στρατάρχης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
marskalk, fält, fältet, området, område

στρατάρχης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
airut, asetella, asettaa, järjestää, kenttä, alalla, alan, vesille, kentän

στρατάρχης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
felt, område, inden, området, feltet

στρατάρχης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
řadit, maršál, seřadit, uspořádat, pole, hřiště, terénu, poli, obor

στρατάρχης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uszykować, szeregować, komendant, formować, nastawiać, rozrządzać, ustawiać, prowadzić, marszałek, organizator, Marszałkowski

στρατάρχης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
marsall, tábornagy, udvarmester, mező, területén, területen, terén, a területen

στρατάρχης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alan, alanı, saha, alanında, arazi

στρατάρχης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зефір, поле, полі

στρατάρχης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
marhal

στρατάρχης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
маршал, област, поле, полето, областта, сфера

στρατάρχης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
поле, полі

στρατάρχης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
marssal, valdkonnas, valdkonna, väli, alal, vallas

στρατάρχης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rasporediti, maršal, maršala, postrojiti, polje, području, polja, područje

στρατάρχης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reit, reitur, sviði

στρατάρχης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
srityje, lauko, laukas, lauke, sritis

στρατάρχης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lauka, lauks, jomā, joma, lauku

στρατάρχης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поле, областа, полето, област, поле не

στρατάρχης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
câmp, domeniu, domeniul, teren, domeniu a

στρατάρχης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
maršál, polje, področju, področje, field, polja

στρατάρχης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pole, polia, poľa, údaj, Kolónka
Τυχαίες λέξεις