Λέξη: σχεδιαστής

Σχετικές λέξεις: σχεδιαστής

σχεδιαστής κουζίνας, σχεδιαστής κουζίνας ικεα, σχεδιαστής μόδας, σχεδιαστής παπουτσιών, σχεδιαστής ιστοσελίδων, σχεδιαστής μίλτος, σχεδιαστής δομικών έργων & γεωπληροφορικής, σχεδιαστής δομικών έργων και γεωπληροφορικής, σχεδιαστής μόδας στην νέα υόρκη 2, σχεδιαστής autocad

Συνώνυμα: σχεδιαστής

προπλάστης, μηχανορράφος, σκευωρός, στυλίστας, λογοτέχνης, γλαφυρός συγγεφεύς, σκιτσογράφος, ιχνογράφος, προβολέας, προβολεύς

Μεταφράσεις: σχεδιαστής

σχεδιαστής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
designer, planner, draftsman, a designer, designer of

σχεδιαστής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
diseñador, diseñador de, de diseño, diseñadora, del diseñador

σχεδιαστής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
designer, architekt, architektin, Konstrukteur, Gestalter, Entwerfer, Designer

σχεδιαστής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
décorateur, dessinateur, constructeur, concepteur, styliste, architecte, designer, créateur, design

σχεδιαστής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
designer, progettista, design, stilista, disegnatore

σχεδιαστής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arquitecto, desenhista, estilista, Designer, desenhador, designer de

σχεδιαστής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
architect, bouwmeester, ontwerper, Designer, ontwerpers, van ontwerpers, design

σχεδιαστής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
чертежник, художник-конструктор, проектировщик, архитектор, конструктор, оформитель, проектировка, интриган, модельер, расчетчик, дизайнер, заговорщик, рисовальщик, художник-декоратор, дизайнера, дизайнером

σχεδιαστής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
designeren, designer, designer Bestill

σχεδιαστής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
designern, formgivare, designer, designer Beställ

σχεδιαστής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suunnittelija, muotoilija, piirtäjä, arkkitehti, suunnittelijan, suunnittelijan tuotteet, suunnittelijan tuotteita, designer

σχεδιαστής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
designer, designer Bestil, designer Bestil en, designeren, designermode

σχεδιαστής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
návrhář, projektant, konstruktér, kreslič, designér, designer

σχεδιαστής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rysownik, kreślarz, projektodawca, projektant, konstruktor, projektanta, projektantem

σχεδιαστής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rajzoló, tervező, designer, tervezők, tervezője, dizájner

σχεδιαστής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
mimar, tasarımcı, Designer, tasarımcısı, tasarım

σχεδιαστής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
проектувальник, дизайнер, малювальник, інтриган, дизайнерка

σχεδιαστής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
projektues, stilist, vizatues, projektuesi, dizajner

σχεδιαστής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дизайнер, художник-декоратор, дизайнерски, проектант, дизайнера

σχεδιαστής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дызайнер

σχεδιαστής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sisekujundaja, disainer, projekteerija, looja, disainitud, looja poolt

σχεδιαστής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
konstruktor, dizajner, projektant, Designer, dizajnerica, dizajnera

σχεδιαστής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hönnuður, Designer, hönnuðurinn

σχεδιαστής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
projektuotojas, architektas, dizaineris, dizainerio, dizainerė, designer

σχεδιαστής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
projektētājs, dizainers, arhitekts, modelētājs, dizaineris, dizaineru, dizainera, dizainere

σχεδιαστής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дизајнер, дизајнерот, дизајнер на, креатор

σχεδιαστής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
arhitect, proiectant, designer de, de designer, designerul, proiectantul

σχεδιαστής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
projektant, oblikovalec, designer, oblikovalka, oblikovalca

σχεδιαστής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
projektant, rysovač, návrhár

Στατιστικά δημοτικότητας: σχεδιαστής

Τυχαίες λέξεις