Λέξη: επιλέγω
Σχετικές λέξεις: επιλέγω
επιλέγω κλίση, επιλέγω συνώνυμο, επιλέγω τοπικά, επιλέγω πρότυπο, επιλέγω σπουδές και επάγγελμα 2014, επιλέγω σπουδές & επάγγελμα 2013, επιλέγω σπουδές & επάγγελμα 2014, επιλέγω προστακτική
Συνώνυμα: επιλέγω
ξεδιαλέγω, εκλέγω, διαλέγω, προτιμώ, προσηλώνω, τελειώνω, καταλήγω, συμπεραίνω, συνάπτω, τερματίζω
Μεταφράσεις: επιλέγω
επιλέγω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
choose, select, I choose, I select, Go to airline
επιλέγω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
optar, seleccionar, escoger, elegir, elija, seleccione
επιλέγω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wählen, aussuchen, auswählen, wählen Sie, zu wählen
επιλέγω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
acclamer, résoudre, choisissons, décider, sélectionner, élire, choisir, choisissez, désigner, trier, opter, choisissent, choisis, adopter, choix, sélectionnez
επιλέγω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
optare, scegliere, scegli, selezionare, scegliete, decidere
επιλέγω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eleger, designar, nomear, optar, escolher, escolha, escolho, escolhe
επιλέγω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
uitpikken, uitlezen, kiezen, uitzoeken, uitkiezen, verkiezen, kies, kiest, te kiezen
επιλέγω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
избирать, выбрать, выбирать, облюбовать, решать, избрать, выделить, решаться, выделять, предпочитать, выберите, выбор, выбора
επιλέγω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kåre, velge, velger, å velge, velg, velger du
επιλέγω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
välja, utvälja, väljer, välj, väljer du, välja bland
επιλέγω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valita, valikoida, valitse, valitsemaan, valitset, valitsemalla
επιλέγω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vælge, vælg, vælger, at vælge, du vælge
επιλέγω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
volit, zvolit, rozhodnout, vybrat, zvolte, Výběr, vyberte
επιλέγω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
decydować, woleć, wybierać, wybrać, obierać, wytypować, dobrać, wybierz, wyboru
επιλέγω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
választ, választhat, válassza, válassza a, válasszon
επιλέγω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
seçmek, seçin, seçim, tercih, seçebilirsiniz
επιλέγω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вибрати, розв'язуватися, розв'язуватись, обирати, обман, вибирати
επιλέγω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zgjedh, zgjidhni, zgjedhin, zgjedhur, të zgjidhni
επιλέγω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
избирам, изберете, избере, избират, избирате
επιλέγω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выбіраць, абіраць
επιλέγω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
valima, eelistama, otsustama, valida, valige, vali
επιλέγω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odabrati, izabere, podvaljivati, odabirati, izbor, izabrati, birati, odaberite, odaberete
επιλέγω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
velja, kjósa, valið, velur, að velja, veldu
επιλέγω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
desumo, sumo
επιλέγω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rinkti, pasirinkti, rinktis, pasirinkite, išsirinkti
επιλέγω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izvēlēties, izvēlieties, izvēlas, izvēlaties
επιλέγω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изберете, избере, да изберат, се избере, изберат
επιλέγω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
alege, aleg, alegeți, a alege, aleagă
επιλέγω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
izbrati, izberite, izbere, izberete, izberejo
επιλέγω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vyberte, vybrať, si vybrať, zvoliť
Τυχαίες λέξεις